Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διαγκωνισμός δι-α-γκω-νι-σμός ουσ. (αρσ.) (μτφ.-αρνητ. συνυποδ.-λόγ.): η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαγκωνίζομαι: κομματικός ~. Σκληρή μάχη και ~ (μεταξύ) των υποψηφίων για μια θέση στο πανεπιστήμιο. Βλ. ανταγων-, διαγων-ισμός. [< μτγν. διαγκωνισμός 'στήριγμα στον αγκώνα']

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.