Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διαγονιδιακός , ή, ό δι-α-γο-νι-δι-α-κός επίθ.: ΒΙΟΛ. που αναφέρεται σε οργανισμό του οποίου το γονιδίωμα έχει τροποποιηθεί με μεταφορά γονιδίου ή γονιδίων από άλλο είδος ή φυλή· που σχετίζεται με τη μελέτη αυτών των οργανισμών: ~ό: ζώο/φυτό. ~ά ποντίκια ως βιοϊατρικά μοντέλα.|| ~ή: τεχνολογία. Βλ. γενετική μηχανική, μεταλλαγμένος, χίμαιρα. ΣΥΝ. διαγενετικός (2) [< αγγλ. transgenic, 1982, γαλλ. transgenique, 1984]

γενετική

γενετική γε-νε-τι-κή ουσ. (θηλ.) (κ. με κεφαλ. Γ): ΒΙΟΛ. κλάδος που μελετά τους μηχανισμούς που διέπουν την κληρονομικότητα: αναπτυξιακή/βιοχημική/εξελικτική/κλινική/μικροβιακή/πληθυσμιακή ~ (: ~ των πληθυσμών)/ποσοτική (: μελετά την ποικιλότητα που παρουσιάζουν οι πληθυσμοί σε ποσοτικά χαρακτηριστικά, φαινότυπους). ~ του ανθρώπου/των φυτών. Βλ. βιο~, επι~, φυλο~, βιο-ηθική, -τεχνολογία, γονίδιο, DNA, RNA, κλωνοποίηση, κυτταρο~. ● ΣΥΜΠΛ.: Αντίστροφη Γενετική: μεταβολή της γονιδιακής ακολουθίας γενετικού υλικού που είναι γνωστή, με σκοπό την ανάλυση του φαινοτύπου ενός οργανισμού ή τη διερεύνηση ασθενειών., Ιατρική Γενετική: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. επιστημονικός κλάδος ο οποίος ασχολείται με τη μελέτη νόσων που οφείλονται σε γενετικούς παράγοντες., Μοριακή Γενετική: η οποία μελετά τη μοριακή δομή και λειτουργία των γονιδίων. [< αγγλ. molecular genetics, 1963] [< πβ. μτγν. γενετική 'γενική πτώση', γαλλ. génétique, 1911, αγγλ. genetics, 1905]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.