Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διαζευγμένος , η, ο δι-α-ζευγ-μέ-νος επίθ. (επίσ.): που έχει πάρει διαζύγιο, έχει χωρίσει: ~ο: ζευγάρι. ~οι: γονείς.|| (ως ουσ.) ~ ή σε διάσταση; Πβ. ζωντοχήρος, χωρισμένος. Βλ. έγγαμος. [< μεσν. διεζευγμένος, γαλλ. divorcé]

έγγαμος

έγγαμος, η/ος, ο [ἔγγαμος] έγ-γα-μος επίθ. (επίσ.) 1. που είναι παντρεμένος: ~ος: άνδρας/φορολογούμενος. ~η: μητέρα. ~ο: ζευγάρι. ~οι: μισθωτοί. ~α: τέκνα. (σε αίτηση/βιογραφικό σημείωμα) Οικογενειακή κατάσταση: ~.|| (ως ουσ.) ~ με/χωρίς παιδιά. ~οι και διαζευγμένοι. Πβ. νυμφευμένος. ΑΝΤ. άγαμος, ανύπαντρος, απάντρευτος 2. που αναφέρεται σε παντρεμένο: ~ος: βίος (= συζυγικός). ~η: ζωή/συμβίωση/σχέση. [< μτγν. ἔγγαμος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.