Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διακατέχει δι-α-κα-τέ-χει ρ. (μτβ.) {διακατ-είχε, διακατεχ-όμενος}: (συνήθ. για συναισθήματα) καταλαμβάνει, κυριεύει: Τον ~ το άγχος/η αγωνία/η ανασφάλεια/η ανησυχία για το μέλλον/ενθουσιασμός/μίσος/οργή. Με ~ (απ)αισιοδοξία. Πανικός ~ την αγορά. ΣΥΝ. κατέχει (2) ● Παθ.: διακατέχομαι: κυριαρχούμαι από έντονα συναισθήματα: ~ από αγάπη για την πατρίδα/διάθεση για μάθηση/εμπάθεια/προκαταλήψεις. ~εται από πνεύμα ανταγωνισμού. ~όμενος από υπερβάλλοντα ζήλο ... ΣΥΝ. διαπνέομαι, εμφορούμαι, κατέχομαι [< μτγν. διακατέχω ‘αναχαιτίζω, κατέχω’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.