Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διαρκής , ής, ές δι-αρ-κής επίθ. {διαρκ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} 1. που έχει διάρκεια, συνεχής: ~ής: αγώνας (επιβίωσης)/έλεγχος. ~ής: εγρήγορση/ειρήνη (πβ. μόνιμος, παντοτινός)/επιμόρφωση/μέριμνα/παρακολούθηση (ΑΝΤ. πρόσκαιρη, προσωρινή)/προσπάθεια. ~ές: άγχος/αίτημα/ενδιαφέρον. ~ή: (ΟΙΚΟΝ.) καταναλωτικά αγαθά (: προϊόντα με μακρά διάρκεια χρήσης, π.χ. έπιπλα)/(ΓΡΑΜΜ.) σύμφωνα (μ, ν, ρ, λ, β, φ, γ, χ, δ, θ). ΣΥΝ. αδιάκοπος, αδιάλειπτος, ακατάπαυστος ΑΝΤ. στιγμιαίος (1) 2. (για διοικητικό όργανο) που συνέρχεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα χωρίς μακροχρόνιες διακοπές: ~ Επιτροπή Δημόσιας Διοίκησης. ~ Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων. ~ές Στρατοδικείο. ΑΝΤ. έκτακτος (1) ● επίρρ.: διαρκώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: διαρκές έγκλημα βλ. έγκλημα, Διαρκής Iερά Σύνοδος βλ. σύνοδος, συνεχιζόμενη/διά βίου/διαρκής κατάρτιση βλ. κατάρτιση [< αρχ. διαρκής ‘αρκετός, ικανός να αντέχει’, γαλλ. permanent]

έγκλημα

έγκλημα [ἔγκλημα] έ-γκλη-μα ουσ. (ουδ.) {εγκλήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΝΟΜ. άδικη πράξη ή παράλειψη καθήκοντος που τιμωρείται από τον νόμο· ειδικότ. ανθρωποκτονία: αυτόφωρο ~. ~ βίας/μίσους/πάθους. ~ κατά της ζωής/της ιδιοκτησίας/της φύσης (= οικολογικό ~). ~ εκ προμελέτης/εξ αμελείας/με δόλο/με πρόθεση. Το ~ της αρχαιοκαπηλίας/του εμπρησμού/της εσχάτης προδοσίας/της σεξουαλικής κακοποίησης. Καταδικάστηκε/κατηγορείται για ~. (Ηθικός) αυτουργός/διαλεύκανση/εκδίκαση/ένοχος/εξιχνίαση/θύμα/κίνητρα/μάρτυρες/παραγραφή/πρόληψη/καταστολή/τέλεση ~ατος. Συνεργοί στο ~. Βασικά/θρησκευτικά/οικονομικά (βλ. φοροδιαφυγή)/ρατσιστικά ~ατα. Αποκαλύπτω/διαπράττω/ομολογώ/σκεπάζω ένα ~. Στα ίχνη του ~ατος. ~ σε βαθμό κακουργήματος. Βλ. πλημμέλημα, πταίσμα.|| Άγριο/αποτρόπαιο/ειδεχθές/πρωτοφανές/στυγερό/φρικιαστικό ~. ~ εν ψυχρώ. Βασικός ύποπτος για το ~. (ως παραθετικό σύνθ.) ~-μυστήριο (= μυστηριώδες). Πβ. δολοφονία, φόνος. ΣΥΝ. εγκληματική ενέργεια (1) 2. (μτφ.-εμφατ.) ενέργεια που θεωρείται απαράδεκτη· λάθος, συνήθ. με πολύ δυσάρεστες συνέπειες: ~ κατά/σε βάρος του λαού. Μέγιστο/έσχατο ~. Είναι ~ να λέω τη γνώμη μου ξεκάθαρα; ● ΣΥΜΠΛ.: διαρκές έγκλημα: ΝΟΜ. του οποίου η ενέργεια συνεχίζεται και μετά την τέλεσή του, π.χ. αρπαγή ανηλίκου· κατ' επέκτ. που δεν παραγράφεται λόγω των σοβαρών του συνεπειών: ~ ~ κατά του περιβάλλοντος., εγκλήματα πολέμου: που διαπράττονται κατά τη διάρκεια πολέμου, παραβιάζοντας διεθνείς συμβάσεις (π.χ. βασανιστήρια αιχμαλώτων). [< αγγλ. war crimes, 1906] , ηλεκτρονικό έγκλημα & ηλεκτρονική εγκληματικότητα: ΔΙΑΔΙΚΤ. κάθε αξιόποινη πράξη που τελείται μέσω υπολογιστή ή δικτύου: κράκερ/χάκερ και ~ ~. Πάταξη του ~ού ~ατος. Υπηρεσία Δίωξης ~ού ~ατος. Βλ. δικτυοπειρατεία, ηλεκτρονικό εμπόριο. ΣΥΝ. κυβερνοέγκλημα [< αγγλ. electronic/e- crime] , οργανωμένο έγκλημα: εγκληματικές οργανώσεις ή/και η παράνομη δραστηριότητά τους: διασυνοριακό/διεθνές ~ ~. Τα δίκτυα/τα κυκλώματα/οι νονοί του ~ου ~ατος. Το εμπόριο ανθρώπων ως μορφή ~ου ~ατος. Βλ. μαφία, συμμορία, τρομοκρατία, υπόκοσμος. [< αγγλ. organized crime, 1929] , πειστήρια του εγκλήματος: αποδεικτικά στοιχεία για τη διάπραξή του: Εξαφάνισε/ψάχνει για τα ~ ~. Τα ~ ~ εξετάζονται στο εγκληματολογικό εργαστήριο. Πβ. τεκμήριο., πολιτικό έγκλημα/αδίκημα: κάθε πράξη που παραβιάζει την έννομη λειτουργία ή την οργάνωση ενός κράτους., στιγμιαίο έγκλημα: ΝΟΜ. έγκλημα που ολοκληρώνεται τη στιγμή που τελείται. Βλ. φόνος., τόπος του εγκλήματος: το σημείο όπου διαπράχθηκε ένα έγκλημα: Εξέταση/έρευνα στον ~ο ~. Συνελήφθη στον ~ο ~. Ο δολοφόνος γυρνάει/επιστρέφει πάντα στον ~ο ~., αναπαράσταση (του) εγκλήματος βλ. αναπαράσταση, έγκλημα καθοσιώσεως βλ. καθοσίωση, ιδιώνυμο αδίκημα/έγκλημα βλ. αδίκημα, οικονομικό έγκλημα βλ. οικονομικός, σώμα του εγκλήματος βλ. σώμα ● ΦΡ.: έγκλημα και τιμωρία: σε περιπτώσεις που μια αξιόποινη πράξη τιμωρείται τελικά με δίκαιο και παραδειγματικό τρόπο., έγκλημα κατά της ανθρωπότητας : κτηνώδης, ανήθικη πράξη (π.χ. εξολόθρευση ή υποδούλωση) σε βάρος ολόκληρου πληθυσμού ή τμήματός του για φυλετικούς, θρησκευτικούς ή άλλους λόγους. Βλ. γενοκτονία, ολοκαύτωμα., εγκλήματα κατά της γενετήσιας ελευθερίας: ΝΟΜ. βιασμός, αποπλάνηση ανηλίκου, σεξουαλική κακοποίηση: ~ ~ και εγκλήματα οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής., αποδοχή προϊόντων εγκλήματος βλ. αποδοχή, εγκλήματα κατά των ηθών βλ. ήθος [< αρχ. ἔγκλημα ‘κατηγορητήριο, μήνυση’, γαλλ.-αγγλ. crime]

κατάρτιση

κατάρτιση κα-τάρ-τι-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. παροχή εξειδικευμένων, συμπληρωματικών και σύγχρονων γνώσεων σε εργαζόμενο, ώστε να ανταποκρίνεται καλύτερα στις απαιτήσεις του επαγγέλματός του: ενδοεπιχειρησιακή/ενδοϋπηρεσιακή/θεωρητική/παιδαγωγική/πρακτική/προϋπηρεσιακή/τεχνική ~. Εξ αποστάσεως ~. Εκπαίδευση και ~. ~ εκπαιδευτικών/στελεχών. ~ σε θέματα οργάνωσης. Το ανθρώπινο δυναμικό της εταιρείας έχει άρτια επιστημονική/τεχνολογική ~. Βλ. ΕΠΕΑΕΚ, ΟΕΕΚ, προ~, τηλε~. 2. σύνταξη, συγκρότηση: ~ μητρώου/προϋπολογισμού/σχεδίου. Πβ. εκπόνηση.|| ~ επιτροπής (= σύσταση). ΣΥΝ. καταρτισμός ● ΣΥΜΠΛ.: εναλλασσόμενη κατάρτιση (όρ. της Ευρωπαϊκής Ένωσης): κάθε περίοδος επαγγελματικής κατάρτισης σε επιχειρήσεις, οργανισμούς και ιδρύματα, συμπεριλαμβανομένης και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Βλ. μαθητεία. [< γαλλ. formation en alternance] , συνεχιζόμενη/διά βίου/διαρκής κατάρτιση: κάθε μαθησιακή δραστηριότητα (υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης), η οποία αποβλέπει στην εξειδίκευση ανέργων με σκοπό την εξεύρεση εργασίας από μέρους τους, αλλά και στην επιμόρφωση εργαζομένων, προκειμένου να διευκολυνθεί η επαγγελματική τους άνοδος: αρχική και ~ ~. [< αγγλ. continued (vocational) training] [< 1: μτγν. κατάρτισις, γαλλ. formation, αγγλ. training]

συνοδός

συνοδός συ-νο-δός ουσ. (αρσ. + θηλ.) 1. πρόσωπο που συνοδεύει κάποιον κυρ. για συντροφιά, βοήθεια ή προστασία: αστυνομικός ~. ~ αθλητών/καλλιτέχνη/κρατουμένων/υψηλών προσώπων. ~ παιδιών/σε σχολικό λεωφορείο. ~ ασθενή/τραυματία (σε νοσοκομείο). Σκύλος ~ (: για τυφλούς, ηλικιωμένους, άτομα με ειδικές ανάγκες· πβ. οδηγός). 2. πρόσωπο που συνοδεύει άλλο πρόσωπο σε κοινωνική εκδήλωση, δημόσιο χώρο και ειδικότ. ερωτικός σύντροφος: ~ δεσποινίδας/κυρίας. Μόνιμος/περιστασιακός ~. ~ σε έξοδο/χορό. Πβ. καβαλιέρος, ντάμα.|| (επί πληρωμή) Γραφείο/πρακτορείο ~ών (πολυτελείας). 3. ΜΟΥΣ. μουσικός που συνοδεύει οργανικά έναν σολίστ (εκτελεστή ή τραγουδιστή): ~ πιανίστας. Πβ. ακομπανιατέρ. ● ΣΥΜΠΛ.: συνοδός εδάφους (ο/η): υπάλληλος αεροπορικής εταιρείας, αρμόδιος για την εξυπηρέτηση των επιβατών στον χώρο του αεροδρομίου: ~ ~ που ελέγχει τα εισιτήρια. Βλ. αεροσυνοδός., συνοδός/πόρνη πολυτελείας: γυναίκα η οποία εκπορνεύεται έναντι υψηλής συνήθ. αμοιβής. Βλ. κολ γκερλ. [< αγγλ. escort girl, γαλλ. ~, 1983] , ιπτάμενη συνοδός βλ. ιπτάμενος, ιπτάμενος φροντιστής/συνοδός βλ. ιπτάμενος [<πβ. μτγν. σύνοδος 'συνοδοιπόρος', γαλλ. accompagnateur – αγγλ. escort agency, 1974]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.