διαρρηγνύω δι-αρ-ρη-γνύ-ω ρ. (μτβ.) {διέρρη-ξα, διαρρή-ξει, διαρρή-χθηκε (λόγ. διερρή-χθη, -χθησαν κ. διερρά-γη, -γησαν), διαρρη-χθεί κ. διαρρα-γεί, -γμένος, διαρρηγνύ-οντας} 1. ανοίγω κάτι, παραβιάζω ή/και εισχωρώ κάπου παράνομα: ~ξαν το αυτοκίνητο/διαμέρισμα/κατάστημα/χρηματοκιβώτιο. ~ξε με κατσαβίδι την κλειδαριά/τις πόρτες.2. (επίσ.) προκαλώ ρήγμα σε κάτι συμπαγές, σχίζω: Ισχυρός σεισμός ~ξε τα τοιχώματα του ναού.|| (ΙΑΤΡ.) Ανεύρυσμα στην κοιλιακή αορτή που δεν έχει ~γεί. ~γμένη: κύστη.3. (μτφ.) διακόπτω, σπάω: ~ τους δεσμούς (με το παρελθόν)/τα σύνορα μεταξύ των λαών. ● ΦΡ.: διαρρηγνύει/σκίζει τα ιμάτιά του (ΠΔ, ΚΔ) (λόγ., συνήθ. ειρων. ή αρνητ. συνυποδ.): διαμαρτύρεται με έντονο τρόπο. [< 1: μτγν. διαρρήσσω 2,3: αρχ. διαρρήγνυμι]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.