Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διαρρηγνύω δι-αρ-ρη-γνύ-ω ρ. (μτβ.) {διέρρη-ξα, διαρρή-ξει, διαρρή-χθηκε (λόγ. διερρή-χθη, -χθησαν κ. διερρά-γη, -γησαν), διαρρη-χθεί κ. διαρρα-γεί, -γμένος, διαρρηγνύ-οντας} 1. ανοίγω κάτι, παραβιάζω ή/και εισχωρώ κάπου παράνομα: ~ξαν το αυτοκίνητο/διαμέρισμα/κατάστημα/χρηματοκιβώτιο. ~ξε με κατσαβίδι την κλειδαριά/τις πόρτες. 2. (επίσ.) προκαλώ ρήγμα σε κάτι συμπαγές, σχίζω: Ισχυρός σεισμός ~ξε τα τοιχώματα του ναού.|| (ΙΑΤΡ.) Ανεύρυσμα στην κοιλιακή αορτή που δεν έχει ~γεί. ~γμένη: κύστη. 3. (μτφ.) διακόπτω, σπάω: ~ τους δεσμούς (με το παρελθόν)/τα σύνορα μεταξύ των λαών. ● ΦΡ.: διαρρηγνύει/σκίζει τα ιμάτιά του (ΠΔ, ΚΔ) (λόγ., συνήθ. ειρων. ή αρνητ. συνυποδ.): διαμαρτύρεται με έντονο τρόπο. [< 1: μτγν. διαρρήσσω 2,3: αρχ. διαρρήγνυμι]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.