διασταλτικός , ή, ό δι-α-σταλ-τι-κός επίθ.: που προκαλεί διαστολή: ~ό: στόμιο/υγρό/υλικό.|| (μτφ.) ~ή: εφαρμογή (της απόφασης, του νόμου)/πολιτική. ΑΝΤ. συσταλτικός ● Ουσ.: διασταλτικό (το): ΙΑΤΡ. ουσία ή ιατρικό εργαλείο με το οποίο επιτυγχάνεται η διαστολή ανοίγματος ή οργάνου: ~ των αγγείων (= αγγειο~)/της μήτρας (: διαστολέας)/των στεφανιαίων (: ουσία που αυξάνει την κυκλοφορία τους, ελαττώνοντας την αντίσταση των αρτηριδίων). [< αγγλ. dilator] ● επίρρ.: διασταλτικά: ΝΟΜ. Το συμβούλιο ερμήνευσε ~ τις διατάξεις. ● ΣΥΜΠΛ.: διασταλτική ερμηνεία: ΝΟΜ. που εκτείνεται πέρα από το γράμμα του νόμου, αλλά σύμφωνα με το πνεύμα του: ~ ~ άρθρου/διάταξης. ΑΝΤ. συσταλτική ερμηνεία [< μτγν. διασταλτικός ‘που διακρίνει, ξεχωρίζει’, γαλλ. dilatant]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.