Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διασταλτικός , ή, ό δι-α-σταλ-τι-κός επίθ.: που προκαλεί διαστολή: ~ό: στόμιο/υγρό/υλικό.|| (μτφ.) ~ή: εφαρμογή (της απόφασης, του νόμου)/πολιτική. ΑΝΤ. συσταλτικός ● Ουσ.: διασταλτικό (το): ΙΑΤΡ. ουσία ή ιατρικό εργαλείο με το οποίο επιτυγχάνεται η διαστολή ανοίγματος ή οργάνου: ~ των αγγείων (= αγγειο~)/της μήτρας (: διαστολέας)/των στεφανιαίων (: ουσία που αυξάνει την κυκλοφορία τους, ελαττώνοντας την αντίσταση των αρτηριδίων). [< αγγλ. dilator] ● επίρρ.: διασταλτικά: ΝΟΜ. Το συμβούλιο ερμήνευσε ~ τις διατάξεις. ● ΣΥΜΠΛ.: διασταλτική ερμηνεία: ΝΟΜ. που εκτείνεται πέρα από το γράμμα του νόμου, αλλά σύμφωνα με το πνεύμα του: ~ ~ άρθρου/διάταξης. ΑΝΤ. συσταλτική ερμηνεία [< μτγν. διασταλτικός ‘που διακρίνει, ξεχωρίζει’, γαλλ. dilatant]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.