διασταυρούμενος , η, ο δι-α-σταυ-ρού-με-νος επίθ. (λόγ.) & διασταυρωμένος: που διασταυρώνεται: ~η: (ΒΙΟΛ.) κληρονομικότητα (: που μεταβιβάζεται χιαστί, από πρόγονο σε απόγονο διαφορετικού φύλου). (κυριολ. κ. μτφ.) ~ες: πορείες.|| (μτφ.) ~ος: έλεγχος. ~η: είδηση. Πβ. εξακριβώνω, επαληθεύω.|| Νεκροκεφαλή με ~α οστά (: ως σήμανση σε τοξικό σκεύασμα). ● ΣΥΜΠΛ.: διασταυρούμενα πυρά (επίσ.) & διασταυρωμένα πυρά 1. (μτφ.) (συνήθ. για δημόσια πρόσωπα) σφοδρές επιθέσεις ή κατηγορίες που προέρχονται από διαφορετικές πλευρές: Ο υπουργός δέχτηκε τα ~ ~ των βουλευτών όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Βλ. διασταύρωσαν τα ξίφη τους.2. βολές πυροβόλων όπλων που προέρχονται από διαφορετικά σημεία: Τραυματίστηκε από ~ ~ μεταξύ συμμοριών. [< γαλλ. feux croisés] , διασταυρούμενη αντίδραση: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. αλληλεπίδραση αντιγόνου με αντίσωμα που δημιουργήθηκε εναντίον άλλου παρόμοιου αντιγόνου. [< αγγλ. cross-reaction, 1946] [< αρχ. διασταυροῦμαι 'οχυρώνω με πασσάλους', γαλλ. croisé]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.