Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διασταυρούμενος , η, ο δι-α-σταυ-ρού-με-νος επίθ. (λόγ.) & διασταυρωμένος: που διασταυρώνεται: ~η: (ΒΙΟΛ.) κληρονομικότητα (: που μεταβιβάζεται χιαστί, από πρόγονο σε απόγονο διαφορετικού φύλου). (κυριολ. κ. μτφ.) ~ες: πορείες.|| (μτφ.) ~ος: έλεγχος. ~η: είδηση. Πβ. εξακριβώνω, επαληθεύω.|| Νεκροκεφαλή με ~α οστά (: ως σήμανση σε τοξικό σκεύασμα). ● ΣΥΜΠΛ.: διασταυρούμενα πυρά (επίσ.) & διασταυρωμένα πυρά 1. (μτφ.) (συνήθ. για δημόσια πρόσωπα) σφοδρές επιθέσεις ή κατηγορίες που προέρχονται από διαφορετικές πλευρές: Ο υπουργός δέχτηκε τα ~ ~ των βουλευτών όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Βλ. διασταύρωσαν τα ξίφη τους. 2. βολές πυροβόλων όπλων που προέρχονται από διαφορετικά σημεία: Τραυματίστηκε από ~ ~ μεταξύ συμμοριών. [< γαλλ. feux croisés] , διασταυρούμενη αντίδραση: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. αλληλεπίδραση αντιγόνου με αντίσωμα που δημιουργήθηκε εναντίον άλλου παρόμοιου αντιγόνου. [< αγγλ. cross-reaction, 1946] [< αρχ. διασταυροῦμαι 'οχυρώνω με πασσάλους', γαλλ. croisé]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.