Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διατρέχω δι-α-τρέ-χω ρ. (μτβ.) {διέτρε-ξα, διατρέ-ξει, διατρέχ-οντας} (λόγ.) 1. διανύω απόσταση με ταχύτητα ή διασχίζω κάποιον χώρο: Ο δρομέας ~ξε τα χίλια μέτρα σε λίγα λεπτά. Πβ. καλύπτω, κάνω.|| O περιηγητής ~ξε ολόκληρη την Ασία (πβ. οργώνω). Ο ποταμός ~ει (= διαρρέει) την κοιλάδα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΔΙΑΔΙΚΤ.) Μηχανές αναζήτησης που ~ουν τον παγκόσμιο ιστό.|| (μτφ.) ~ εφημερίδα/κείμενο (: το διαβάζω γρήγορα, ρίχνω μια ματιά). Η υπαρξιακή αγωνία ~ει το έργο του. Μια ανατριχίλα/ένα ρίγος ~ξε το σώμα μου (πβ. διαπερνώ). Έντονες φήμες ~ξαν τη χώρα σχετικά με ... (: έκαναν τον γύρο). 2. (για χρονικό διάστημα) διανύω, περνώ: ~ει το τριακοστό έτος της ηλικίας του. ● ΦΡ.: διατρέχω κίνδυνο/τον κίνδυνο να ...: αντιμετωπίζω κίνδυνο, κινδυνεύω: Σύμφωνα με τους γιατρούς η υγεία του τραυματία δεν ~ει ~. [< γαλλ. courir un danger] [< αρχ. διατρέχω ‘διασχίζω’, γαλλ. parcourir]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.