διατρέχω δι-α-τρέ-χω ρ. (μτβ.) {διέτρε-ξα, διατρέ-ξει, διατρέχ-οντας} (λόγ.) 1. διανύω απόσταση με ταχύτητα ή διασχίζω κάποιον χώρο: Ο δρομέας ~ξε τα χίλια μέτρα σε λίγα λεπτά. Πβ. καλύπτω, κάνω.|| O περιηγητής ~ξε ολόκληρη την Ασία (πβ. οργώνω). Ο ποταμός ~ει (= διαρρέει) την κοιλάδα.|| (ΠΛΗΡΟΦ.-ΔΙΑΔΙΚΤ.) Μηχανές αναζήτησης που ~ουν τον παγκόσμιο ιστό.|| (μτφ.) ~ εφημερίδα/κείμενο (: το διαβάζω γρήγορα, ρίχνω μια ματιά). Η υπαρξιακή αγωνία ~ει το έργο του. Μια ανατριχίλα/ένα ρίγος ~ξε το σώμα μου (πβ. διαπερνώ). Έντονες φήμες ~ξαν τη χώρα σχετικά με ... (: έκαναν τον γύρο).2. (για χρονικό διάστημα) διανύω, περνώ: ~ει το τριακοστό έτος της ηλικίας του. ● ΦΡ.: διατρέχω κίνδυνο/τον κίνδυνο να ...: αντιμετωπίζω κίνδυνο, κινδυνεύω: Σύμφωνα με τους γιατρούς η υγεία του τραυματία δεν ~ει ~. [< γαλλ. courir un danger] [< αρχ. διατρέχω ‘διασχίζω’, γαλλ. parcourir]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.