Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διαφέρω δι-α-φέ-ρω ρ. (αμτβ.) {παρατ. κ. αόρ. διέφερ-ε, διαφέρ-οντας}: είμαι διαφορετικός από κάποιον ή κάτι άλλο: ~ουμε πολύ μεταξύ μας. Αντικείμενα που ~ουν ως προς το μέγεθος. Πβ. απέχω, αποκλίνω. ΑΝΤ. μοιάζω (1) ● διαφέρει 1. υπερέχει συγκριτικά: Τεχνολογία που ~! Πβ. ξεχωρίζω, πλεονεκτώ. ΑΝΤ. μειονεκτώ, υστερώ. 2. ποικίλλει: Η θερμοκρασία από περιοχή σε περιοχή ~. [< αρχ. διαφέρω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.