διαφήμιση δι-α-φή-μι-ση ουσ. (θηλ.) 1. η ενέργεια ή και το αποτέλεσμα του διαφημίζω: αθέμιτη/διαδικτυακή//εμπορική/έντυπη/ηλεκτρονική/κινητή/κρατική/πληρωμένη/πολιτική/προσωπική/υπαίθρια ~. ~ εναλλακτικών μορφών τουρισμού. ~ κατά των ναρκωτικών. Βλ. αερο~, αυτο~.|| Διασκεδαστική/εξαιρετική/έξυπνη/ευρηματική/ευφάνταστη/κακόγουστη/πετυχημένη/πρωτότυπη ~. Πβ. ρεκλάμα.|| (σε ραδιοφωνικές ή τηλεοπτικές εκπομπές:) Μικρή διακοπή για ~ίσεις. Βλ. προ~.2. διαφημιστικός κλάδος, τομέας: Ασχολείται με τη/δουλεύει στη ~. Παραγωγός/υπεύθυνος ~ης. Η βιομηχανία της/μέσα/τεχνικές/υπηρεσίες ~ης.3. προβολή, έπαινος: Κάνει ~ στον εαυτό του (= αυτοδιαφημίζεται). Αγώνας/ματς ~ του ποδοσφαίρου (: συναρπαστικός, συνήθ. με πολλά γκολ). ΑΝΤ. δυσφήμιση ● ΣΥΜΠΛ.: αρνητική/μαύρη διαφήμιση1. που άμεσα ή έμμεσα δημιουργεί αρνητική εικόνα ή δυσφημεί ανταγωνιστικό προϊόν ή υπηρεσία. 2. που στοχεύει στη δυσφήμιση του πολιτικού αντιπάλου., γκρίζα διαφήμιση & έμμεση/συγκεκαλυμμένη/συγκαλυμμένη διαφήμιση: έμμεσος τρόπος που επιλέγει μια εταιρεία για την προώθηση των προϊόντων ή των υπηρεσιών της. Πβ. τοποθέτηση προϊόντων. , παραπλανητική διαφήμιση: που οδηγεί τον καταναλωτή σε λάθος συμπεράσματα και συνήθ. βλάπτει τον ελεύθερο ανταγωνισμό. [< αγγλ. misleading advertising] , συγκριτική διαφήμιση: που προσδιορίζει άμεσα ή έμμεσα την ταυτότητα ενός ανταγωνιστή ή τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρει. [< αγγλ. comparative advertising] , άμεσο μάρκετινγκ/άμεση διαφήμιση βλ. μάρκετινγκ [< γαλλ. réclame, publicité, αγγλ. advertisement]
μάρκετινγκ
μάρκετινγκ μάρ-κε-τινγκ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} & μάρκετιγκ: ΟΙΚΟΝ. το σύνολο των οργανωμένων ενεργειών μιας επιχείρησης που στοχεύει στην ικανοποίηση των απαιτήσεων των πελατών, προκειμένου να επιτευχθεί η συνεχής και επαναλαμβανόμενη αύξηση των πωλήσεων· συνεκδ. το αντίστοιχο τμήμα της εταιρείας: βιομηχανικό/εμπορικό/ηλεκτρονικό (βλ. τηλε~)/πράσινο (: προώθηση φιλικών προς το περιβάλλον προϊόντων και υπηρεσιών)/τουριστικό ~. Καριέρα/σπουδές στο ~. Η επιστήμη/οι κανόνες του ~. Διαχείριση/έρευνα/στρατηγική ~.|| Το ~ της εταιρείας εδρεύει στο Λονδίνο. ● ΣΥΜΠΛ.: άμεσο μάρκετινγκ/άμεση διαφήμιση: μέθοδος προώθησης προϊόντων μέσω τηλεφώνου, (παλαιότ.) φαξ, ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου επικοινωνίας, με κύριο χαρακτηριστικό την άμεση και εξατομικευμένη επικοινωνία με τον πελάτη. Βλ. τηλεμάρκετινγκ. [< αγγλ. direct marketing, 1912] , πράσινο μάρκετινγκ βλ. πράσινος. [< αμερικ. marketing, γαλλ. ~, 1944]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.