Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • δικαίωμα δι-καί-ω-μα ουσ. (ουδ.) {δικαιώμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. ΝΟΜ. εξουσία, ελευθερία που απονέμεται από το Δίκαιο σε ορισμένο πρόσωπο (τον δικαιούχο), για την ικανοποίηση έννομου συμφέροντος: αστικά/ατομικά/επαγγελματικά ~ατα. ~ αυτοδιάθεσης (των λαών)/γνώμης/επιβίωσης/εργασίας/ιδιοκτησίας/ισότητας/(ελεύθερης) κυκλοφορίας των πολιτών/συνταξιοδότησης/ψήφου. ~ στη(ν) αξιοπρέπεια/εκπαίδευση/έκφραση/ελευθερία/ζωή/μόρφωση/πληροφόρηση/σωματική ακεραιότητα. Διασφάλιση/θεμελίωση/κατοχύρωση/μεταβίβαση/παραβίαση/παραχώρηση/(δικαστική) στέρηση ~ατος. Αναγνωρίζω/ασκώ/διεκδικώ/εκχωρώ/επικαλούμαι/κατακτώ/προασπίζω/προστατεύω/σέβομαι/χάνω ένα ~. Δεν έχει το ηθικό ~ να ... Η απεργία αποτελεί αδιαπραγμάτευτο/αναφαίρετο/απαράγραπτο ~ των εργαζομένων. Η εταιρεία διατηρεί το ~ τροποποίησης των όρων της σύμβασης. Προβάλλει ~ατα κυριότητας επί της/στη ... 2. άδεια ή δυνατότητα που αναγνωρίζεται σε κάποιον (να πράξει κάτι): ~ διαμονής/εγγραφής/εξαγοράς/επιλογής/επιστροφής προϊόντος/πρόσβασης (σε πηγές)/προτεραιότητας/προτίμησης/υποβολής (φακέλου, υποψηφιότητας). Ποιος σου έδωσε το ~ να επέμβεις στη συζήτηση; Mε ποιο ~ έψαξες τα προσωπικά μου αντικείμενα; Έχω (το) ~ να μάθω την αλήθεια (= δικαιούμαι). Αποτελεί/είναι ~ά μου να αρνηθώ την πρότασή σου. ~ δανεισμού από τη βιβλιοθήκη έχουν όλοι οι φοιτητές. Κάρτα που παρέχει ~ εισόδου σε μουσεία. ~ συμμετοχής στον διαγωνισμό. ~ στο αύριο/στην ελπίδα/στον έρωτα/στο όνειρο/στο χαμόγελο. δικαιώματα (τα): νόμιμη αμοιβή, ποσοστό, φόρος που μπορεί να ζητηθεί: συμβολαιογραφικά ~. Καταβάλλω/πληρώνω ~. ● ΣΥΜΠΛ.: αποδυνάμωση δικαιώματος: ΝΟΜ. που η ισχύς του έχει μειωθεί ή καταργηθεί λόγω αδράνειας κατά την άσκησή του: ~ ~ στο εργατικό/ιδιωτικό δίκαιο. [< γερμ. Verwirkung] , δικαίωμα επικοινωνίας ΝΟΜ. 1. (στο Διεθνές Δίκαιο) το δικαίωμα ελεύθερης μετακίνησης των πολιτών από μια χώρα σε άλλη. 2. (στο Οικογενειακό Δίκαιο) το δικαίωμα επικοινωνίας γονέα με τέκνο του οποίου δεν έχει την επιμέλεια., εργατικά δικαιώματα {σπανιότ. στον εν.}: το σύνολο των δικαιωμάτων των εργαζομένων: Εργατική Νομοθεσία και ~ ~. Τα ~ ~ των γυναικών., περιουσιακά δικαιώματα: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. δικαιώματα ιδιοκτησίας. [< αγγλ. economic rights, γαλλ. droits patrimoniaux] , πολιτικά δικαιώματα & πολιτικές ελευθερίες: ΝΟΜ. το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, της ελευθερίας έκφρασης, της άσκησης ελέγχου της εξουσίας, της συμμετοχής στα κοινά και σε φορείς συλλογικής δράσης. [< αγγλ. civil rights, γαλλ. droits civils] , τα ανθρώπινα δικαιώματα/τα δικαιώματα του ανθρώπου: θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα που απορρέουν από τη φύση του ανθρώπου και θεωρούνται απαραβίαστα: Χάρτα/Χάρτης των ~ίνων ~άτων. Καταπάτηση των ~ίνων ~άτων/των ~άτων ~. [< αγγλ. human rights, γερμ. die Menschenrechte] , χρηματοοικονομικά δικαιώματα: ΝΟΜ. δυνατότητα αγοράς ή πώλησης τίτλου σε ορισμένη τιμή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα., αμεταβίβαστη αξίωση/αμεταβίβαστο δικαίωμα βλ. αμεταβίβαστος, ασφαλιστικά δικαιώματα βλ. ασφαλιστικός, δικαίωμα ακρόασης βλ. ακρόαση, δικαίωμα αναφοράς βλ. αναφορά, δικαίωμα επίσχεσης βλ. επίσχεση, δικαίωμα προαίρεσης/προαιρέσεως βλ. προαίρεση, δικαίωμα υψούν βλ. υψούν, Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα βλ. τραβηκτικός, έκδοση δικαιωμάτων βλ. έκδοση, εμπράγματο δικαίωμα βλ. εμπράγματος, η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι βλ. συνδικαλίζομαι, η ελευθερία/το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι βλ. συνεταιρίζομαι, κατάχρηση δικαιώματος βλ. κατάχρηση, κεκτημένο δικαίωμα βλ. κεκτημένος, κληρονομικώ δικαίω/δικαιώματι βλ. κληρονομικός, πνευματικά δικαιώματα βλ. πνευματικός, συγγενικά δικαιώματα βλ. συγγενικός, συγγραφικά δικαιώματα βλ. συγγραφικός, το δικαίωμα/η ελευθερία του συνέρχεσθαι βλ. συνέρχομαι ● ΦΡ.: δίνω δικαίωμα/δικαιώματα (να) βλ. δίνω, επιφυλάσσει το δικαίωμα βλ. επιφυλάσσω, ιδίω δικαιώματι βλ. ίδιος1 [< αρχ. δικαίωμα, γαλλ. droit(s), γερμ. Recht, αγγλ. right(s)]
  • δικαιωματικά δι-και-ω-μα-τι-κά επίρρ. & (λόγ.) δικαιωματικώς [-ῶς]: δίκαια, δικαιολογημένα, εύλογα: Μπορείς ~ να περηφανεύεσαι για την επιτυχία σου. Παίρνουν ~ τη μερίδα του λέοντος. Πβ. αυτοδίκαια, δικαίως, (επ)άξια.
  • δικαιωματικός , ή, ό δι-και-ω-μα-τι-κός επίθ.: που σχετίζεται με δικαίωμα ή απορρέει από αυτό: ~ή: αναγνώριση/απαίτηση/θέση/νίκη. ~ό: καθήκον/μερίδιο/προνόμιο.
  • δικαιωματισμός δι-και-ω-μα-τι-σμός ουσ. (αρσ.): αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο πολίτης έχει μόνο δικαιώματα και σχεδόν καμιά υποχρέωση: άκρατος/ατομικός/αριστερός ~. [< αγγλ. rightism, 1939]

ακρόαση

ακρόαση [ἀκρόαση] α-κρό-α-ση ουσ. (θηλ.) {-ης (λόγ.) -άσεως | -άσεις, -άσεων} 1. η ενέργεια του ακούω και ειδικότ. παρακολούθηση ομιλίας, εκπομπής: ατομική/διακριτική/ενεργητική/κριτική/μουσική ~. ~ ονλάιν. Κινητό τηλέφωνο ~ης χώρου. Γρήγορη ~ μηνυμάτων. ~ με ακουστικά. ~ ειδήσεων/μαθημάτων/ραδιοφωνικού σταθμού/τραγουδιών. Καλή ~! Πβ. άκουσμα. Βλ. λαθρ~, συν~. 2. υποδοχή κάποιου από επίσημο φορέα σε προκαθορισμένο χρόνο και συνήθ. κατόπιν αίτησης, προκειμένου να προβάλει το αίτημά του ή ειδικότ. τις ικανότητές του: Διοργανώνω/εξασφαλίζω/ζητώ ~. Περνώ από ~. Καλώ σε ~ (βλ. οντισιόν, συνέντευξη). Πηγαίνω/συμμετέχω σε (ανοιχτή) ~. Επιτροπή ~ης. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δέχθηκε σε ~ τον/την ... 3. διαδικασία (δικαστηρίου, Αρχής, επιτροπής) κατά την οποία συγκεντρώνονται μαρτυρίες με στόχο τον προσδιορισμό ενός θέματος, ενός γεγονότος και τη λήψη απόφασης: Ημερομηνία διεξαγωγής της ~ης. Διενεργώ/διοργανώνω/πραγματοποιώ ~. Κλήθηκε σε ~ από το συμβούλιο, για να δώσει εξηγήσεις.|| (ΝΟΜ.) ~ μαρτύρων. Προκαταρκτική ~. ~ κεκλεισμένων των θυρών. Πβ. ακροαματική διαδικασία. 4. ΙΑΤΡ. διάγνωση, με στηθοσκόπιο ή με γυμνό αυτί, της κατάστασης του οργανισμού από τους ήχους που παράγονται σε διάφορα όργανα του σώματος, κυρ. στη θωρακική ή κοιλιακή κοιλότητα: κλινική ~. ~ καρδιάς/πνευμόνων. ● ΣΥΜΠΛ.: ανοιχτή ακρόαση & ανοιχτή συνομιλία: λειτουργία του τηλεφώνου (συνήθ. του ενσύρματου) που επιτρέπει την επικοινωνία χωρίς χρήση ακουστικού με δυνατότητα συμμετοχής περισσότερων ατόμων στη συνομιλία: (Κινητό) τηλέφωνο με ~ ~. Τηλεδιάσκεψη μέσω τηλεφώνου με χρήση ~ής ~ης (= κλήση σύσκεψης)., δημόσια ακρόαση: ΝΟΜ.-ΠΟΛΙΤ. διαδικασία δημόσιου διαλόγου, όπου παρέχεται σε φορείς, πολίτες ή οργανωμένα σύνολα η δυνατότητα διατύπωσης απόψεων, επιχειρημάτων και εισηγήσεων σε σχέση με συγκεκριμένο αίτημά τους ή με γενικού ενδιαφέροντος θέμα: Διεξάγεται/κλήθηκε σε/παρίσταμαι σε ~ ~. Το Ευρωδικαστήριο θα κρίνει μετά από ~ ~. [< γαλλ. audience publique] , δικαίωμα ακρόασης: ΝΟΜ. δικαίωμα των διαδίκων να παραστούν ενώπιον του δικαστηρίου και να αναπτύξουν τους ισχυρισμούς τους με αντίστοιχη υποχρέωση του δικαστηρίου να τους λάβει υπόψη. ● ΦΡ.: ούτε φωνή ούτε ακρόαση (προφ.): για πρόσωπο ή φορέα που δεν δίνει σημεία ζωής· για κατάσταση, διαδικασία για την οποία δεν υπάρχει καμία ενημέρωση: Του τηλεφώνησα τρεις φορές, αλλά ~ ~. Από τον Γιώργο ~ ~. Εδώ και έναν μήνα ~ ~. [< 1: αρχ. ἀκρόασις 2,3: γαλλ. audience 4: γαλλ. auscultation]

αμεταβίβαστος

αμεταβίβαστος, η/ος, ο [ἀμεταβίβαστος] α-με-τα-βί-βα-στος επίθ.: ΝΟΜ. που δεν έχει ή δεν μπορεί να παραχωρηθεί ή εκχωρηθεί σε κάποιον: ~η: άδεια/επικαρπία. ~ο: επίδομα. ΣΥΝ. ανεκχώρητος ΑΝΤ. μεταβιβάσιμος ● Ουσ.: αμεταβίβαστο (το) 1. ΝΟΜ. η μη δυνατότητα εκχώρησης σε άλλο πρόσωπο: το ~ της αρμοδιότητας/δικαιοδοσίας. 2. (μτφ.-λόγ.) καθετί που δεν μεταβιβάζεται: το ~ της εμπειρίας. ● ΣΥΜΠΛ.: αμεταβίβαστη αξίωση/αμεταβίβαστο δικαίωμα: ΝΟΜ. προσωποπαγές δικαίωμα που δεν μπορεί να μεταβιβάσει σε άλλον ο κάτοχός του: Το ~ ~ της προσωπικότητας. Βλ. επικαρπία. [< γαλλ. intransférable]

αναφορά

αναφορά [ἀναφορά] α-να-φο-ρά ουσ. (θηλ.) 1. προφορικός ή γραπτός λόγος για κάτι: άμεση/αναλυτική/απλή/αόριστη/γενική/ειδική/εκτενής/έμμεση/ευθεία (: χωρίς περιστροφές)/ευρεία/περιληπτική/σαφής/συχνή/τυχαία/υπαινικτική (πβ. νύξη) ~. ~ σε γεγονότα του παρελθόντος/στην κατάσταση/σε κάποιο πρόβλημα. Έκανε ~ στο/για το ... Γίνεται/υπάρχει ~ σε κάτι. Ντοκιμαντέρ με ~ στο περιβάλλον. Το κείμενο δεν περιέχει καμιά ~ στο ... ~ές στο επιστημονικό έργο. Πβ. μνεία. Βλ. αυτο~, ετερο~. 2. παράθεση: ενδεικτική/εξαντλητική/λεπτομερής/ονομαστική/συνοπτική ~. (Σωστή) ~ των γεγονότων/του ονόματος/της πηγής (πβ. παραπομπή). Βιβλιογραφική ~ (: παρουσίαση της βιβλιογραφίας στο τέλος μιας μελέτης). Βλ. ετερο~. 3. καταγγελία· (κατ΄επέκτ.) το αντίστοιχο έγγραφο: έγγραφη ~. Του έκανε ~.|| Μηνυτήρια/υπηρεσιακή ~. Καταθέτω/στέλνω/συντάσσω/υποβάλλω ~ (στην Υπηρεσία/στο Υπουργείο). 4. (γραπτή) έκθεση στοιχείων: εβδομαδιαία/εσωτερική/ετήσια/ημερήσια ~. Επίσημη ~ του ΟΗΕ (= υπόμνημα). Πβ. ραπόρτο. 5. ΠΛΗΡΟΦ.-ΤΗΛΕΠ. ενημέρωση του χρήστη σχετικά με την επιτυχία χρήσης μιας υπηρεσίας: (στο διαδίκτυο:) ~ λαθών/προβλημάτων/σφαλμάτων.|| (στο κινητό:) ~ές παράδοσης (μηνυμάτων). 6. ΣΤΡΑΤ. διαδικασία κατά την οποία οι οπλίτες μονάδας (ή υποδιαίρεσής της) παρατάσσονται και δηλώνεται επίσημα στον επικεφαλής ο αριθμός των παρόντων, των απόντων και των κωλυομένων: απογευματινή (: πριν από την απογευματινή εκπαίδευση)/βραδινή (: πριν από το σιωπητήριο)/πρωϊνή ~. Ο στρατιώτης βγήκε στην ~ παραπονούμενος για .../και ζήτησε να του δοθεί ολιγοήμερη άδεια. Τον έβγαλε στην ~ (: ο λοχίας τον στρατιώτη, λόγω απείθειας ή παραπτώματος). 7. σύνδεση, συσχέτιση: άξονας/βάση/δεδομένα/μοντέλο ~άς. 8. ΓΛΩΣΣ. συσχετισμός γλωσσικού στοιχείου με ένα προηγούμενο ή επόμενο, όπως αντωνυμίας με ουσιαστικό· σύνδεση κειμενικού στοιχείου με οντότητα (πρόσωπο, αντικείμενο, ιδιότητα, κατάσταση) του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου, γνωστή στον ακροατή ή τον αναγνώστη: ενδοκειμενική/εξωκειμενική ~. Βλ. δείξη. 9. ΓΡΑΜΜ. (στην αρχ. ελλην. γλ.) η έννοια του "ως προς κάτι", "σχετικά με κάτι", που εκφράζεται με εμπρόθετο ή ονοματικό προσδιορισμό. ● ΣΥΜΠΛ.: αντικείμενο αναφοράς 1. το θέμα για το οποίο γίνεται λόγος· ό,τι βρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ή της προσοχής: Προσέχουμε να αλλάζουμε παράγραφο, όταν περνάμε από μια έννοια σε άλλη ή αλλάζει το ~ ~.|| Ο αρχιτέκτονας διατηρεί γραφείο με κύριο ~ ~ μελέτες δημοσίων έργων. 2. ΓΛΩΣΣ. οντότητα του εξωτερικού-εξωγλωσσικού κόσμου η οποία συνδέεται με το γλωσσικό σημείο (απλούστερα, τη λέξη) με εξωτερική σχέση δήλωσης (λατ. denotatio)· το αντικείμενο που δηλώνεται από το γλωσσικό σημείο ως όνομα: Το ~ ~ της λέξης "τραπέζι" είναι το ίδιο το πράγμα "τραπέζι"., βιβλίο/έργο αναφοράς & (σπανιότ.) εργασία αναφοράς: βασικό έργο, κυρ. λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια, στο οποίο ανατρέχει κανείς για άντληση πληροφοριών. [< αγγλ. reference book/work] , δικαίωμα αναφοράς: ΝΟΜ. το δικαίωμα κάθε πολίτη, μεμονωμένα ή συλλογικά, τηρώντας τους νόμους του κράτους, να αναφέρεται εγγράφως στις Αρχές· το δικαίωμα των πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε φυσικού ή νομικού προσώπου που κατοικεί ή έχει την καταστατική του έδρα σε κράτος-μέλος, να υποβάλουν, ατομικά ή από κοινού με άλλους πολίτες ή πρόσωπα, αναφορά στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για θέμα που εμπίπτει στους τομείς δραστηριοτήτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Το Σύνταγμα καθιερώνει το ~ ~ των Ελλήνων προς τις Αρχές. , κέντρο αναφοράς 1. συντονιστικό όργανο (που παρέχει έγκυρη πληροφόρηση ή βοήθεια): εθνικό/ευρωπαϊκό ~ ~. ~ ~ AIDS/γρίπης. ~ ~ για την υγιεινή και ασφάλεια στην εργασία. 2. σημείο αναφοράς. [< γαλλ. centre de référence] , ορθή αναφορά: ΑΣΤΡΟΝ. ουρανογραφική συντεταγμένη για τον προσδιορισμό της θέσης αντικειμένου στην ουράνια σφαίρα· το αντίστοιχο του γεωγραφικού μήκους. Βλ. απόκλιση. [< αγγλ. right ascension] , σημείο αναφοράς 1. (μτφ.) οτιδήποτε κατέχει εξέχουσα θέση σε ένα σύνολο ή αποκτά κομβική σημασία: ~ ~ της πόλης αποτελεί η κεντρική πλατεία. Η Εκκλησία είναι ~ ~ για τον Ελληνισμό της Διασποράς. Πβ. τοπόσημο. ΣΥΝ. κέντρο αναφοράς (2) 2. ΤΟΠΟΓΡ. ακριβής θέση στην επιφάνεια της Γης, με δεδομένες συντεταγμένες και υψόμετρο, που χρησιμοποιείται για τοπογραφικούς σκοπούς. [< γαλλ. point de référence] , σύστημα αναφοράς: ΦΥΣ. που χρησιμοποιεί συντεταγμένες για τον εντοπισμό ορισμένης θέσης: αδρανειακό ~ ~. [< γαλλ. système (de) référence] , τιμή αναφοράς: που θεωρείται βάση για τον υπολογισμό αξίας, μεγέθους: βασική/καθαρή/ρυθμιζόμενη ~ ~. ~ ~ μετοχών/πετρελαίου/συναλλάγματος/χρυσού. ~ ~ για τα ελλείμματα/το χρέος. Βλ. αντικειμενική αξία. [< αγγλ. reference price/ value] , αιτιατική της αναφοράς (/του "κατά τι") βλ. αιτιατική, γενικευτική αναφορά βλ. αναφορά, Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς βλ. πλαίσιο, εργαστήριο αναφοράς βλ. εργαστήριο, Κοινό Ευρωπαϊκό Πλαίσιο Αναφοράς (για τις γλώσσες) βλ. πλαίσιο, κόλλα αναφοράς βλ. κόλλα, ομάδα αναφοράς βλ. ομάδα, τοπικότητα της αναφοράς βλ. τοπικότητα ● ΦΡ.: δίνω (σε κάποιον) αναφορά (συχνά ειρων.): τον ενημερώνω λεπτομερώς για κάτι· λογοδοτώ: Έχω κάθε δικαίωμα να πάω όπου θέλω, χωρίς να δώσω ~ σε κανέναν. ~ θα σου δώσω;, σε αναφορά με & (λόγ.) εν αναφορά προς (επίσ.): ως προς, όσον αφορά, σχετικά με: ~ ~ την ανωτέρω επιστολή, σας πληροφορούμε ότι ... [< 1,2,3: αρχ. ἀναφορά 1,2: αγγλ. reference, γαλλ. référence 3,4,5,6: αγγλ. report, γαλλ. rapport 7: μτγν. άναφορά, γαλλ. rapport, relation 8: αγγλ. anaphora, γαλλ. anaphore 9: μτγν.]

ασφαλιστικός

ασφαλιστικός, ή, ό [ἀσφαλιστικός] α-σφα-λι-στι-κός επίθ. 1. ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που αναφέρεται στην ασφάλιση: ~ός: κλάδος/κώδικας/νόμος/όμιλος/πράκτορας/σύμβουλος/φορέας. ~ή: διάταξη/εισφορά/νομοθεσία. ~ό: δίκαιο/συμβόλαιο. ~οί: όροι. ~ά: ένσημα/ταμεία. Βλ. αλληλ~, αντ~, χρηματο~. 2. που προστατεύει κάποιον ή κάτι από κίνδυνο, που παρέχει ασφάλεια: ~ός: μηχανισμός. ● Ουσ.: ασφαλιστικό (το): ΠΟΛΙΤ.-ΟΙΚΟΝ. σύστημα ασφάλισης των εργαζομένων· κατ' επέκτ. ό,τι σχετίζεται με αυτό: το ~ των δημόσιων υπαλλήλων/ελεύθερων επαγγελματιών. Αλλαγή/μεταρρύθμιση του ~ού. Διάλογος/κινητοποιήσεις/νομοσχέδια για το ~. ● ΣΥΜΠΛ.: ασφαλιστικά δικαιώματα: δυνατότητες κυρ. συνταξιοδότησης, περίθαλψης, κοινωνικής ασφάλισης που παρέχονται από ασφαλιστικούς φορείς σε δικαιούχους: ώριμα ~ ~. Εργασιακά/κοινωνικά/μισθολογικά ~ ~. ~ ~ των γυναικών. [< αγγλ. insurance rights] , ασφαλιστικά μέτρα: ΝΟΜ. που διατάσσονται από το δικαστήριο προσωρινά για την εξασφάλιση ή διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση κατάστασης: Διέταξε/κατέθεσε ~ ~ εναντίον/κατά ... Αίτηση/απόφαση/εκδίκαση/λήψη ~ών ~ων., ασφαλιστική (εταιρεία): επιχείρηση που παρέχει ασφάλειες., ασφαλιστική σύμβαση: με την οποία η ασφαλιστική επιχείρηση (ο ασφαλιστής) παρέχει προστασία στον ασφαλισμένο έναντι ασφαλίστρου., ασφαλιστικός οργανισμός: που παρέχει ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και σύνταξη στους ασφαλισμένους του., ασφαλιστικά/αναλογιστικά μαθηματικά βλ. μαθηματικά, ασφαλιστική δικλείδα/δικλείδα ασφαλείας βλ. δικλείδα, ασφαλιστική ενημερότητα βλ. ενημερότητα [< μεσν. ασφαλιστικός 'έγκυρος', γερμ. Versicherungs-]

δίνω

δίνω δί-νω ρ. (μτβ.) {έδω-σα, δώ-σει, δίν-εται (λόγ.) δίδ-εται, δό-θηκα, δο-θεί (λόγ. μτχ. δοθ-είς, -είσα, -έν), δίν-οντας, δοσμένος, δεδομένος} & (λόγ.) δίδω 1. παίρνω κάτι στο χέρι μου και, μεταφέροντάς το, το αποθέτω στα χέρια κάποιου ή κοντά του, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει: Μου ~εις (λιγάκι/σε παρακαλώ) το μολύβι σου; Του έδωσε φαγητό (= του έβαλε να φάει)/το φάρμακο. Δώσε μου ένα ποτήρι νερό (= φέρε μου). Πβ. πασάρω. Βλ. ξανα~.|| (κατ' επέκτ.-επίσ., επιδίδω, αποστέλλω, παραδίδω:) Του δόθηκε επιστολή διαμαρτυρίας. 2. μεταβιβάζω αγαθό ή δικαίωμα στη δικαιοδοσία κάποιου, συνήθ. οικειοθελώς· προσφέρω, παρέχω: ~ αίμα (βλ. αιμοδοσία)/λεφτά (για τους φτωχούς, βλ. φιλανθρωπία).|| Του έδωσε θάρρος (με τα λόγια του)/οδηγίες. Δώσε μου λίγο χρόνο να το σκεφτώ. Του δόθηκε η άδεια (/το πράσινο φως) (= του επιτράπηκε)/η δυνατότητα/η ευκαιρία να ...|| Μπορείς να μου δώσεις το αυτοκίνητό σου για λίγες μέρες (= να μου το δανείσεις);|| Μας έδωσαν γλυκά (= μας έβγαλαν, κέρασαν, σερβίρισαν, τράταραν, φίλεψαν). Της έχει δώσει όλα του τα βιβλία (= χαρίσει)/ό,τι έχει και δεν έχει.|| Ελπίζω να μας δώσουν προσωπικό (= να μας διαθέσουν). Δόθηκε συνέντευξη Τύπου (= παραχωρήθηκε).|| Έδωσε τα στοιχεία του στον αστυνομικό. 3. (κατ’ επέκτ.) ως απολεξικοποιημένο ρήμα: ~ τον αγώνα/τη μάχη μου (= αγωνίζομαι, μάχομαι)/την υπόσχεσή μου (= υπόσχομαι)/την ψήφο μου (= ψηφίζω). Θα δώσει εξετάσεις (= θα εξεταστεί)/εξηγήσεις (= θα εξηγήσει)/σκληρή απάντηση (= θα απαντήσει σκληρά). Του έδωσε γροθιά (= τον γρονθοκόπησε)/κλοτσιά (= τον κλότσησε)/ξύλο (= τον έδειρε)/χαστούκι (= τον χαστούκισε)/ένα φιλί (= τον φίλησε). Να σου δώσω μια πληροφορία (= να σε πληροφορήσω)/μια συμβουλή (= να σε συμβουλέψω); Δεν βρέθηκε κανένας να του δώσει βοήθεια (= να τον βοηθήσει)/στήριξη (= να τον στηρίξει). Δώσε λίγη προσοχή (= πρόσεξε). Δόθηκε διαταγή/εντολή να ... (= διατάχθηκε). Πρέπει να δοθεί λύση στο πρόβλημα (= να λυθεί). 4. απονέμω: Του δόθηκε βραβείο/έπαινος/μετάλλιο/τίτλος. 5. διοργανώνω με πρωτοβουλία μου δημόσιο ή κοσμικό γεγονός: ~ γεύμα/δείπνο (= παραθέτω, προσφέρω). Έδωσε διάλεξη/παράσταση/συναυλία. 6. πληρώνω, καταβάλλω: Για τρία βιβλία έδωσα μόνο είκοσι ευρώ. Πόσα έδωσες (ενν. λεφτά); Πήγες κι έδωσες τόσα χρήματα γι' αυτό το πράγμα;|| Τι μισθό σου ~ουν; 7. (προφ.) πουλώ: Πόσο μου το ~εις (= μου το αφήνεις); Το ~ει κοψοχρονιά/όσο όσο/σε καλή τιμή/τζάμπα. ΑΝΤ. αγοράζω (1) 8. εμπιστεύομαι κάποιον ή κάτι σε κάποιον: Έδωσε την κόρη της για υιοθεσία/το παιδί στους γονείς της να το προσέχουν (= άφησε).|| Θα δώσω τα ρούχα στο καθαριστήριο/το μηχάνημα για επισκευή.|| Τι δουλειά σου έδωσαν να κάνεις (= σου ανέθεσαν, σε έβαλαν); 9. {συνήθ. γ' πρόσ.} προκαλώ, προξενώ: Όλο πίκρες και στενοχώριες του ~ει η ζωή (= τον κερνάει, τον ποτίζει). Μου 'δωσε αισιοδοξία/τη χαριστική βολή (= με αποτελείωσε). 10. διαβιβάζω, μεταβιβάζω: Δώσ' του την αγάπη/τα φιλιά/τα χαιρετίσματά μου!δίνει 1. αποφέρει, αποδίδει: Πόσο τόκο ~ το κεφάλαιο;|| Οι έρευνες δεν έδωσαν (= δεν είχαν) τα αναμενόμενα αποτελέσματα/καρπούς (= ήταν άκαρπες). 2. παράγει, βγάζει: Οι ελιές έδωσαν πολύ λάδι. 3. προσδίδει: Τα χαρούμενα χρώματα ~ουν μια νότα αισιοδοξίας (= δημιουργούν, χαρίζουν).|| {μεσοπαθ.} ~εται νέα διάσταση στο θέμα. ● Παθ.: δίνομαι 1. αφοσιώνομαι ολοκληρωτικά σε κάποιον/κάτι: Έχει δοθεί με όλες της τις δυνάμεις/ολόψυχα στην επιστήμη/στον Θεό/στην οικογένεια. 2. (κυρ. για γυναίκα) συνάπτω ερωτική σχέση, κάνω έρωτα: Του δόθηκε με πάθος. ● ΦΡ.: δεν δίνω δεκάρα/δυάρα/μία/πεντάρα (τσακιστή)/φράγκο (προφ.) 1. αδιαφορώ πλήρως, δεν δίνω σημασία: Προσωπικά ~ ~ τι λέει ο κόσμος/για τα σχόλια του κόσμου (= δεν με ενδιαφέρει, δεν με νοιάζει, δεν μου καίγεται καρφί). ΣΥΝ. δεν δίνω (έναν) παρά 2. δεν διατίθεμαι να πληρώσω., δίνει και παίρνει (προφ.): για κάτι που γίνεται σε μεγάλη έκταση ή σε έντονο, υπερβολικό βαθμό: Τα πειράγματα/οι φήμες ~ουν ~ουν (= πάνε κι έρχονται)., δίνω δικαίωμα/δικαιώματα (να): δίνω αφορμή να με σχολιάσουν αρνητικά: Είναι ευγενικός και διακριτικός και ποτέ δεν έδωσε ~ατα., δίνω πίσω (κάτι) (προφ.): το επιστρέφω: Σου δάνεισα τόσα βιβλία, κι ακόμα να μου τα δώσεις ~., δίνω την εντύπωση/την εικόνα: φαίνομαι, μοιάζω: ~ει ~ του ήρεμου και καλού παιδιού. Πβ. δείχνω, παρουσιάζομαι. [< γαλλ. donner l' impression] , δίνω τον λόγο μου/τον λόγο της τιμής μου: υπόσχομαι. Πβ. ορκίζομαι., δίνω φύλλο πορείας (σε κάποιον) 1. ΣΤΡΑΤ. μεταθέτω. 2. (αργκό) διώχνω. Πβ. δείχνω την πόρτα (της εξόδου) σε κάποιον, ξαποστέλνω., δίνω/βάζω ένα χέρι/χεράκι (προφ.): βοηθώ: Μπορείς να δώσεις ~ να καθαρίσουμε το σπίτι; Βάλε κι εσύ ένα χεράκι! Πβ. συντρέχω., δίνω/τρώω φύσημα (αργκό): απολύω ή μεταθέτω κάποιον ή πετώ κάτι: Του έδωσαν/έφαγε ~ από τη δουλειά (= τον έδιωξαν). Φτιάχνεται η συσκευή ή να της δώσω ~; Πβ. δίνω/παίρνω/τρώω πόδι., δώσ΄ του (προφ.) 1. δηλωτικό επανάληψης, έμφασης, επιμονής: Και ~ κλάμα και αναφιλητά! 2. για παρακίνηση ή ενθάρρυνση: Μη σταματάς, ~!, δώσε (προφ.): βάλε (όλη σου τη) δύναμη., είναι όλο δώσε και δώσε (προφ.): για πρόσωπο που ζητά συνέχεια κάτι, συνήθ. χρήματα., και τι δε θα 'δινα …: για ιδιαίτερα έντονη επιθυμία: ~ ~ για λίγες ημέρες ξεκούρασης/τώρα για ένα γλυκό. ~ ~ να ήμουν ..., μου τη δίνει/μου τη σπάει & μου (τη) δίνει στα νεύρα & μου σπάει τα νεύρα & με/μου χτυπάει στα νεύρα (νεαν. αργκό): με εκνευρίζει, με εξοργίζει: ~ ~ (= με τσαντίζει) αυτή η κατάσταση/αυτός ο άνθρωπος! Δεν ξέρω τι του την έδωσε ξαφνικά και σηκώθηκε κι έφυγε. ΣΥΝ. μου τη βαράει, μου τη βιδώνει (2), τον έδωσε (αργκό): τον κατέδωσε: ~ στην Αστυνομία (πβ. κάρφωσε, μαρτύρησε, πρόδωσε). Με ~ στεγνά., του δίνω (αργκό): φεύγω αμέσως, γρήγορα: Eίναι αργά, ώρα να του ~ουμε.|| (απειλητ.) Δίνε του (αμέσως)! ΣΥΝ. την κάνω, αφήνω (κάποιον)/δίνω (σε κάποιον) να καταλάβει βλ. καταλαβαίνω, αφήνω/δίνω σε κάποιον την πρωτοβουλία βλ. πρωτοβουλία, βάζει/δίνει/θέτει τέλος/τέρμα στη ζωή του βλ. ζωή, βάζω/δίνω την υπογραφή μου (για κάποιον/κάτι) βλ. υπογραφή, δε(ν) δίνει (ούτε) τ' αγγέλου/τ' Αγίου του νερό βλ. άγγελος, δίνει/πουλάει και το βρακί του βλ. βρακί, δίνω (και) την ψυχή μου (για κάποιον/κάτι) βλ. ψυχή, δίνω (κάποιον) στο τηλέφωνο βλ. τηλέφωνο, δίνω (μια) ανάσα (ζωής) βλ. ανάσα, δίνω (σε κάποιον) αναφορά βλ. αναφορά, δίνω (σε κάποιον) λογαριασμό βλ. λογαριασμός, δίνω αξία βλ. αξία, δίνω βαρύτητα (σε κάτι) βλ. βαρύτητα, δίνω βάση σε (κάτι) βλ. βάση, δίνω λαβή βλ. λαβή, δίνω λόγο βλ. λόγος, δίνω μάθημα βλ. μάθημα, δίνω ρέστα βλ. ρέστα, δίνω σάρκα και οστά βλ. οστό, δίνω σε κάποιον αέρα βλ. αέρας, δίνω σημασία βλ. σημασία, δίνω στόχο βλ. στόχος, δίνω συνέχεια (σε κάτι) βλ. συνέχεια, δίνω τα χέρια βλ. χέρι, δίνω το (καλό/κακό) παράδειγμα βλ. παράδειγμα, δίνω το παρών/δηλώνω παρών βλ. παρών, δίνω το στίγμα μου βλ. στίγμα, δίνω το χέρι βλ. χέρι, δίνω τον τόνο βλ. τόνος1, δίνω τόπο στην οργή βλ. οργή, δίνω φτερά (σε κάποιον) βλ. φτερό, δίνω φωνή σε κάποιον/κάτι βλ. φωνή, δίνω/δείχνω τον καλύτερό μου εαυτό βλ. εαυτός, δίνω/παίρνω στο χέρι βλ. χέρι, δίνω/παίρνω/ζητώ αύξηση βλ. αύξηση, δίνω/παραδίδω μαθήματα βλ. μάθημα, δίνω/ρίχνω (ιδιαίτερο/μεγάλο/όλο μου το/πολύ) βάρος (σε κάτι) βλ. βάρος, δίνω/χύνω το αίμα μου (για κάποιον/κάτι) βλ. αίμα, δώσ' του (κάτι) και πάρ' του την ψυχή βλ. ψυχή, δώσε κι εμένα/και σε μένα μπάρμπα βλ. μπάρμπας, έδωσα δρόμο σε κάποιον/κάτι βλ. δρόμος, έδωσε ο Θεός βλ. θεός, έδωσε πήρε βλ. παίρνω, έδωσε τη ζωή του βλ. ζωή, έδωσε τη θέση (του) σε κάτι βλ. θέση, μάχαιρα(ν) έδωσες, μάχαιρα(ν) θα λάβεις βλ. μάχαιρα, μου δίνει την εντύπωση βλ. εντύπωση, ο Θεός να δώσει/να δώσει ο Θεός βλ. θεός, τα δίνω όλα (για όλα) βλ. όλος, του δίνω και καταλαβαίνει βλ. καταλαβαίνω, του έδωσε/του 'δωσε τα παπούτσια στο χέρι βλ. παπούτσι ● βλ. δοθείς, δοσμένος [< μεσν. δίνω, μτγν. δίδω, γαλλ. donner, αγγλ. give]

έκδοση

έκδοση [ἔκδοση] έκ-δο-ση ουσ. (θηλ.) 1. η διαδικασία της τύπωσης ενός έργου σε πολλά συνήθ. αντίτυπα και της διάθεσής του σε κυκλοφορία· συνεκδ. το ίδιο το έργο: εικονογραφημένη/ενημερωτική/έντυπη/επιστημονική/ιδιωτική/ιστορική/καθημερινή/λαμπρή/μηνιαία/μνημειώδης/πανεπιστημιακή/περιοδική/πολυτελής/πολύτομη/συλλεκτική ~. ~ εγχειριδίου/λεξικού/ποιημάτων. Επιμέλεια/τόπος/χρονολογία ~ης. Ιστορικό/κατάλογος ~όσεων. Βλ. αυτο~, συν~.|| ~ νομισμάτων (πβ. κοπή). 2. κάθε νέα μορφή ενός έργου ή προϊόντος που τίθεται σε κυκλοφορία: αναθεωρημένη/διαδικτυακή/δοκιμαστική/έκτακτη/εμπλουτισμένη/επαγγελματική/επαυξημένη/επετειακή/πιλοτική/πρώτη/τελευταία ~. ~ με διορθώσεις. Γραμματόσημο της αναμνηστικής ~ης. Αριθμός ~ης.|| Πολυμορφική ~ αυτοκινήτου. Έχει βγει βελτιωμένη ~. Πβ. μοντέλο.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) Ενημερωμένη ~ λογισμικού. Αναβάθμιση σε νέα ~. Πβ. ανατύπωση, επανακυκλοφορία, επαν~. 3. εκτύπωση επίσημου ή ειδικού εντύπου, με το οποίο δίνεται ορισμένο δικαίωμα στον κάτοχό του· γενικότ. κοινοποίηση: ~ άδειας (κυκλοφορίας)/βίζας/δελτίου αστυνομικής ταυτότητας/διαβατηρίου/διαζυγίου/εγκυκλίου/εισιτηρίου/εντάλματος/επιταγής/πιστοποιητικού/ποινικού μητρώου/πράσινης κάρτας. Ημερομηνία/τέλη ~ης. Θα γίνει ~ τιμολογίου (= θα εκδοθεί).|| (ΟΙΚΟΝ.) ~ αποδείξεων/δανείου (: παροχή άδειας για δάνειο)/ομολόγων/τίτλων/χρεογράφων.|| ~ αποτελεσμάτων/απόφασης/διαταγής/διατάγματος (= ανακοίνωση, δημοσίευση). 4. ΝΟΜ. παράδοση ατόμου που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα από το κράτος στο οποίο έχει καταφύγει σε αυτό που έχει τη δικαιοδοσία να το δικάσει ή/και να το τιμωρήσει: ~ εγκληματία/υπόπτων. Αίτημα ~ης. Η χώρα ζητά την ~ των τρομοκρατών. Βλ. προσαγωγή.εκδόσεις (οι): εκδοτικός οίκος και γενικότ. το εμπόριο βιβλίου: Κυκλοφορεί από τις ~ ... Βιβλίο των ~όσεων ...|| Εταιρεία που δραστηριοποιείται στο χώρο των ~όσεων. ● ΣΥΜΠΛ.: έκδοση δικαιωμάτων: ΟΙΚΟΝ. έκδοση επιπλέον μετοχών στους υπάρχοντες μετόχους σε τιμή λίγο πιο χαμηλή από την τρέχουσα της αγοράς: ~ ~ προτίμησης. [< αγγλ. rights issue, 1955] , ηλεκτρονική έκδοση: κυκλοφορία ενός έργου στο διαδίκτυο ή σε CD-ROM: ~ ~ εγκυκλοπαίδειας/περιοδικού. Η εφημερίδα κυκλοφορεί σε έντυπη και ~ ~. Πβ. ηλεκτρονικό βιβλίο. [< αγγλ. electronic/e- edition] , κριτική έκδοση: ΦΙΛΟΛ. που βασίζεται στη μελέτη διαφορετικών χειρογράφων και εκδόσεων: ~ ~ (αρχαίου) κειμένου. ~ ~ με σχόλια και μετάφραση. [< λατ. editio critica] , επιτραπέζια έκδοση βλ. επιτραπέζιος [< μτγν. ἔκδοσις, γαλλ. édition]

εμπράγματος

εμπράγματος, η/ος, ο [ἐμπράγματος] ε-μπράγ-μα-τος επίθ.: ΝΟΜ. που σχετίζεται με τα πράγματα και τη νομική τους υπόσταση: ~η/ος: ασφάλεια/δικαιοπραξία/σύμβαση. ~ο: βάρος. ~ες: εγγυήσεις/εξασφαλίσεις. ~α πάγια περιουσιακά στοιχεία. Βλ. εγχρήματος.|| (κατ' επέκτ.) ~η: γνώση. ~ο: ενδιαφέρον. ● ΣΥΜΠΛ.: Εμπράγματο Δίκαιο: ΝΟΜ. το σύνολο των κανόνων του Ιδιωτικού Δικαίου που διέπουν τις έννομες σχέσεις των προσώπων με τα πράγματα. [< γερμ. Dingliches Recht] , εμπράγματο δικαίωμα: ΝΟΜ. που παρέχει στον δικαιούχο άμεση και απόλυτη εξουσία σε πράγμα. Βλ. ενοχικό δικαίωμα. [< γαλλ. réel, γερμ. Real-, Sachen-]

επίσχεση

επίσχεση [ἐπίσχεση] ε-πί-σχε-ση ουσ. (θηλ.) 1. ΝΟΜ. διακοπή, αναβολή. 2. ΙΑΤΡ. κατακράτηση, διατήρηση στο σώμα συστατικού που φυσιολογικά αποβάλλεται: ~ ούρων (βλ. ανουρία).|| ~ της αιμορραγίας. Βλ. στάση. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαίωμα επίσχεσης: ΝΟΜ. δικαίωμα του οφειλέτη να αρνηθεί την εκπλήρωση παροχής, αν έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του δανειστή συναφή με την οφειλή του, έως ότου ο τελευταίος εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει., επίσχεση εργασίας: δικαίωμα εργαζομένου να διακόψει την εργασία του, αν ο εργοδότης καθυστερεί να καταβάλει τις αποδοχές που του οφείλει. [< αρχ. ἐπίσχεσις ‘κράτημα, επιφύλαξη, καυθστέρηση’]

επιφυλάσσω

επιφυλάσσω [ἐπιφυλάσσω] ε-πι-φυ-λάσ-σω ρ. (μτβ.) {επιφύλα-ξα (λόγ.) επεφύλαξα, επιφυλάξει, επιφυλά-χθηκε, -χθεί, επιφυλάσσ-οντας, -όμενος} (λόγ.) 1. φέρνω αναπάντεχα κάτι θετικό ή αρνητικό: Σας ~ πολλές εκπλήξεις. Τι μας ~ει το μέλλον; Ουσίες που ~ουν (= εγκυμονούν, κρύβουν) κινδύνους για την υγεία. Η μοίρα του ~ξε άσχημο παιχνίδι. Πβ. (προ)ετοιμάζω. 2. εκδηλώνω, εκφράζω κάτι (στάση, αντίδραση) στο τέλος: Οι φίλαθλοι ~ουν υποδοχή ηρώων στους ποδοσφαιριστές. Οι κριτικοί ~ξαν διθυραμβικές κριτικές για την ταινία. ● Παθ.: επιφυλάσσομαι: αποφεύγω να πράξω κάτι τώρα και το μεταθέτω για το μέλλον: ~ για αργότερα/για κάθε νόμιμη ενέργεια. ~ονται να αντιδράσουν, αν δεν ικανοποιηθεί το αίτημά τους. Το ΔΣ ~χθηκε να επανεξετάσει το θέμα.|| (ελλειπτ.) Δεν παραθέτω όλο το κείμενο ως έχει, αλλά ~ (: θα το κάνω κάποια άλλη στιγμή). ● ΦΡ.: επιφυλάσσει το δικαίωμα: (για φυσικό ή νομικό πρόσωπο) διατηρεί το δικαίωμα: Η επιτροπή ~ ~ ακύρωσης της κλήρωσης. Το Ίδρυμα ~ ~ να μην απονείμει καμία βράβευση. ~ για τον εαυτό του το δικαίωμα/το(ν) ρόλο να ...|| (ΝΟΜ.) Η εταιρεία ~εται/~όμενοι παντός νομίμου δικαιώματος. [< πβ. αρχ. ἐπιφυλάσσω ‘περιμένω (παρακολουθώντας)’, γαλλ. réserver]

ίδιος1

ίδιος1 [ἴδιος] ί-δι-ος επίθ. , -ία, -ιο(ν) {ιδί-ου | -ων, -ους} (λόγ.) 1. που ανήκει στο πρόσωπο ή στον φορέα για τον οποίο γίνεται λόγος: παραγωγή λαχανικών για ιδία χρήση. Δεν έχω ιδία άποψη για το θέμα. Αγορά ιδίων μετοχών. Ίδιες ζημίες (βλ. μικτή ασφάλεια). Πβ. ατομ-, προσωπ-ικός. ΑΝΤ. ξένος (1) 2. ιδιαίτερος, ξεχωριστός: ~ος: τρόπος έκφρασης. ● ΦΡ.: ιδίαις δαπάναις & ιδία δαπάνη [ἰδίᾳ δαπάνῃ] & ιδίοις αναλώμασι(ν) (αρχαιοπρ.): με έξοδα του ίδιου: Εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή ~ ~., ίδιον όφελος/συμφέρον (συχνά αρνητ. συνυποδ.): κέρδος που αποκομίζει κάποιος για τον εαυτό του: Προσφέρει χωρίς ~ ~ (= ανιδιοτελώς).|| Κλοπή δημοσίου χρήματος για/προς ~ ~., ιδίω δικαιώματι: ΝΟΜ. με εξουσία που λαμβάνει κανείς από τον ίδιο του τον εαυτό, χωρίς άδεια: Ενεργεί είτε ~ ~ είτε κατ' εξουσιοδότηση., ιδίω ονόματι: ΝΟΜ. με το δικό του όνομα, χωρίς να εκπροσωπεί κάποιον άλλο: Ενεργεί ~ ~. Προέβη ~ ~ σε υποβολή πρότασης προς ..., κατ' ιδίαν (& σπάν. κατιδίαν): μόνος με κάποιον, σε προσωπικό επίπεδο και χωρίς την παρουσία τρίτων: ~ ~ συνάντηση/συνομιλίες. Με πήρε παράμερα, για να μου μιλήσει ~ ~. ΣΥΝ. ιδιαιτέρως (1), κατά μόνας, προσωπικά, τετ α τετ, κρίνω εξ ιδίων (τα αλλότρια) (αρνητ. συνυποδ.): οδηγούμαι σε συμπεράσματα για κάποιον άλλο με κριτήριο τον εαυτό μου: Κρίνοντας προφανώς εξ ιδίων, θεωρεί ότι οι συνειδήσεις εξαγοράζονται. ΣΥΝ. κρίνω από τον εαυτό μου, του ιδίου φυράματος (μειωτ. για πρόσ.): έχει τον ίδιο κακό χαρακτήρα με κάποιον άλλο: Ταιριάζουν γιατί είναι ~ ~., (με) ιδία ευθύνη βλ. ευθύνη, από ιδίους πόρους βλ. πόρος, εκ πείρας βλ. πείρα, εξ ιδίας αντιλήψεως βλ. αντίληψη, εξ ιδίας πρωτοβουλίας βλ. πρωτοβουλία, εξ οικείων/εξ ιδίων τα βέλη βλ. βέλος, ιδίαις χερσί(ν) βλ. χειρ, ιδίοις όμμασι(ν) βλ. όμμα, οικεία/ιδία βουλήσει βλ. βούληση ● βλ. ίδιο(ν), ιδίως [< αρχ. ἴδιος]

κατάχρηση

κατάχρηση κα-τά-χρη-ση ουσ. (θηλ.) 1. αλόγιστη κατανάλωση τροφής ή ουσίας ή υπερβολική χρήση αγαθού, με επιβλαβείς συνέπειες για τον οργανισμό: ~ λιπαρών τροφίμων (βλ. παχυσαρκία). ~ αντιβιοτικών/φαρμάκων (βλ. πολυφαρμακία, φαρμακοεξάρτηση). ~ ποτών (βλ. αλκοολισμός).|| ~ του διαδικτύου από τους μαθητές (βλ. εθισμός).|| (μτφ.) Κάνω ~ των δυνάμεών μου (: εξαντλούμαι, καταπονούμαι). Πβ. παράχρηση. 2. (μτφ.) εκμετάλλευση κατάστασης ή δικαιώματος πέρα από τα επιτρεπτά ή νόμιμα όρια: ~ της ανοχής/ελευθερίας/εμπιστοσύνης/καλοσύνης/υπομονής (κάποιου). Δεν θέλω να κάνω ~ του χρόνου σας (= να τον καταχραστώ). Πβ. παράχρηση. 3. (ειδικότ.) παράνομη οικειοποίηση ξένων περιουσιακών στοιχείων, συνήθ. από άτομο στο οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξη ή διαχείρισή τους: ~ δημοσίου χρήματος (βλ. διασπάθιση). Απόλυση για οικονομική ~. Πβ. ιδιοποίηση, σφετερισμός. ΣΥΝ. υπεξαίρεση ● καταχρήσεις (οι): ασωτίες, κραιπάλες: ζωή γεμάτη ~ (: ξενύχτια, ποτά, τσιγάρα, εξαρτησιογόνες ουσίες). Βλ. εγκράτεια. ● ΣΥΜΠΛ.: κατάχρηση δικαιώματος: ΝΟΜ. άσκηση δικαιώματος καθ' υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών ή του νόμου, με ζημία τρίτου., κατάχρηση εξουσίας: ΝΟΜ. αξιόποινη πράξη υπαλλήλου, που συνίσταται στην αλόγιστη και παράνομη άσκηση εξουσίας: Του ασκήθηκε ποινική δίωξη για ~ ~. Βλ. υπέρβαση καθήκοντος. ● ΦΡ.: κατάχρηση σε ασέλγεια βλ. ασέλγεια [< 1: μτγν. κατάχρησις, γαλλ. abus]

κεκτημένος

κεκτημένος, η, ο κε-κτη-μέ-νος επίθ. (λόγ.): που έχει αποκτηθεί, που είναι κατοχυρωμένος: ~η: εμπειρία. ~ες: γνώσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: κεκτημένη ταχύτητα 1. (μτφ.) παρορμητική τάση που οφείλεται σε προηγούμενη εμπειρία ή δραστηριότητα και οδηγεί συνήθ. σε ακούσιες και εσφαλμένες ενέργειες: Από ~ ~/λόγω ~ης ~ας ακολούθησα τον δρόμο που οδηγεί στο παλιό μου σπίτι (= από συνήθεια). Ορθογραφικά λάθη από ~ ~ (βλ. εκ παραδρομής). 2. ΦΥΣ. που εξακολουθεί να υπάρχει σε ένα σώμα, όταν σταματήσει να επιδρά σε αυτό η δύναμη που το έθεσε σε κίνηση. || (μτφ.) Με ~ ~ η ομάδα στον τελικό. [< 2: γαλλ. vitesse acquise] , κεκτημένο δικαίωμα (επίσ.): που έχει κατοχυρωθεί νομικά: Η κοινωνική ασφάλιση αποτελεί ~ ~ των εργαζομένων. Οι απεργοί θέλουν να διαφυλάξουν τα ~α ~ατά τους (= τα κεκτημένα τους). [< γαλλ. droit acquis] [< μτχ. παθ. παρακ. του μτγν. ρ. κτῶμαι]

κληρονομικός

κληρονομικός, ή, ό κλη-ρο-νο-μι-κός επίθ. 1. ΝΟΜ. που αναφέρεται στην κληρονομιά ή τον κληρονόμο· που κληρονομείται: ~ή: μερίδα. ~ό: δικαίωμα. ~ές: διαφορές/υποθέσεις. ~ά: ζητήματα/προνόμια.|| (ΙΣΤ.) ~ός: ηγεμόνας (: που κληρονομεί την εξουσία)/τίτλος. ~ή: αριστοκρατία/βασιλεία. ~ό: αξίωμα. 2. που σχετίζεται με την κληρονομικότητα ή οφείλεται σε αυτήν: (ΙΑΤΡ.-ΒΙΟΛ.) ~ός: καρκίνος. ~ή: ανωμαλία/ασθένεια/διαταραχή/προδιάθεση. ~ό: ελάττωμα/ιστορικό (νόσου)/υλικό (βλ. γονίδιο, DNA)/χαρακτηριστικό (βλ. γονότυπος). ~οί: παράγοντες (ΑΝΤ. περιβαλλοντικοί). ~ές: καταβολές. ~ά: αίτια/σύνδρομα. Πβ. γενετικός, συγγενής. Βλ. αταβιστικός.|| ~ό χάρισμα. ΑΝΤ. επίκτητος ● Ουσ.: κληρονομικά (τα) (προφ.): ενν. θέματα: Έχουν διαφωνίες στα ~. ● επίρρ.: κληρονομικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: κληρονομικώ δικαίω/δικαιώματι (λόγ.): ΝΟΜ. σύμφωνα με τα δικαιώματα του κληρονόμου ή τις διατάξεις του Κληρονομικού Δικαίου: (ειρων.) Νέμονται, ~ ~, την εξουσία., κληρονομική αναξιότητα βλ. αναξιότητα, κληρονομική διαδοχή βλ. διαδοχή, Κληρονομικό Δίκαιο βλ. δίκαιο ● ΦΡ.: είναι κληρονομικό (τους) (προφ.): για χαρακτηριστικό συνήθ. γενετικό, που μεταβιβάζεται από γενιά σε γενιά στα μέλη μιας οικογένειας. [< 1: μτγν. κληρονομικός 2: γαλλ. héréditaire]

πνευματικός

πνευματικός, ή, ό πνευ-μα-τι-κός επίθ. 1. που σχετίζεται με το πνεύμα: ~ός: αγώνας/έρωτας/λήθαργος/πλούτος/πολιτισμός. ~ή: αναγέννηση/αναζήτηση/δημιουργία/δραστηριότητα/δύναμη/εξέλιξη/επικοινωνία/εργασία (ΑΝΤ. χειρωνακτική)/ζωή/καλλιέργεια/κατάσταση/κούραση/παραγωγή/ωρίμανση. ~ό: περιβάλλον/συμπόσιο. ~οί: θησαυροί/ορίζοντες. ~ές: ανάγκες/ανησυχίες/ασχολίες/ικανότητες. ~ά: ενδιαφέροντα/εφόδια/χαρίσματα. Σωματική, ψυχική και ~ή υγεία. Άτομα με ~ή αναπηρία (= νοητική υστέρηση). ~ό και ιδεολογικό κίνημα/ρεύμα. ~οί και καλλιτεχνικοί κύκλοι. Πβ. διανοητικός. Βλ. αντι~, ψυχο~. 2. (κατ' επέκτ.) άυλος: ~ά: αγαθά (ΑΝΤ. υλικά)/όντα (= ουράνιες/υπερφυσικές δυνάμεις). 3. ΤΕΧΝΟΛ. που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα: ~ό: πιστολέτο. ~οί: αυτοματισμοί/κινητήρες/κύλινδροι. ~ά: όργανα (μετρήσεων)/συστήματα. Βλ. ηλεκτρο~, υδρο~. ● Ουσ.: πνευματικός (ο): ΕΚΚΛΗΣ. εξομολόγος. [< μεσν. πνευματικός] ● επίρρ.: πνευματικά & (λόγ.) -ώς [-ῶς] ● ΣΥΜΠΛ.: πνευματικά δικαιώματα & δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας 1. ΝΟΜ. τα νομικώς κατοχυρωμένα δικαιώματα των πνευματικών δημιουργών στο έργο τους, τα οποία απαγορεύουν τη χρήση προϊόντων της διάνοιας από τρίτους, χωρίς την έγκριση του δημιουργού τους: Τα ~ ~ των κειμένων/φωτογραφιών ανήκουν στο ίδρυμα ... Ο συγγραφέας διατηρεί/έχει τα ~ ~ του έργου. Το λογισμικό προστατεύεται από (τα ελληνικά και διεθνή) ~ ~. Πβ. κοπιράιτ. Βλ. ΟΠΙ. 2. (συνεκδ.) η αμοιβή του δημιουργού για την παραχώρηση της εκμετάλλευσης του έργου του από τρίτους. [< γαλλ. droits de propriété intellectuelle] , πνευματική ηγεσία (λόγ.): διανοούμενοι: η ~ ~ του τόπου (= ιντελιγκέντσια)., πνευματική κληρονομιά & παράδοση: τα πνευματικά και καλλιτεχνικά επιτεύγματα ενός συνόλου ανθρώπων ή ενός ανθρώπου του πνεύματος: η ~ ~ ενός λαού/μιας χώρας. Πβ. κουλτούρα, πολιτισμός.|| Ο μεγάλος καλλιτέχνης άφησε πίσω τη δική του ~ ~., πνευματική τροφή: οτιδήποτε συμβάλλει στην πνευματική ανάπτυξη: Τα βιβλία αποτελούν ~ ~. ΑΝΤ. υλική τροφή., πνευματικό ίδρυμα: κάθε πολιτιστικό ή κυρ. εκπαιδευτικό ίδρυμα. Βλ. Ακαδημία, Πανεπιστήμιο., πνευματικός ηγέτης 1. πνευματικός καθοδηγητής: οι ~οί ~ες του λαού. Πβ. οργανικός διανοούμενος, ταγός. 2. θρησκευτικός ηγέτης: Ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι ο ~ ~ των απανταχού Ορθοδόξων. Βλ. αγιατολάχ, βραχμάνος, γκουρού, Δαλάι Λάμα., άνθρωποι των γραμμάτων/πνευματικοί άνθρωποι βλ. άνθρωπος, ελευθερία του πνεύματος/πνευματική ελευθερία βλ. ελευθερία, πνευματική διαύγεια/διαύγεια πνεύματος βλ. διαύγεια, πνευματική ιδιοκτησία βλ. ιδιοκτησία, πνευματική μητέρα βλ. μητέρα, πνευματική οικοδομή βλ. οικοδομή, πνευματική συγγένεια βλ. συγγένεια, πνευματική/διανοητική ηλικία βλ. ηλικία, πνευματικό κέντρο βλ. κέντρο, πνευματικό τέκνο/παιδί βλ. τέκνο, πνευματικό/σωληνωτό ταχυδρομείο βλ. ταχυδρομείο, πνευματικός πατέρας βλ. πατέρας, πνευματικός/ή αδελφός/ή βλ. αδελφός [< 1,2: μτγν. πνευματικός, γαλλ. intellectuelle 3: αγγλ. pneumatic, γαλλ. pneumatique]

προαίρεση

προαίρεση προ-αί-ρε-ση ουσ. (θηλ.) (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. εσωτερική ώθηση που οδηγεί σε συγκεκριμένη επιλογή ή ενέργεια, ελεύθερη απόφαση: ελεύθερη ~ (= αυτεξουσιότητα). Ενεργώ/κάνω κάτι με καλή ~. Είχε αγαθή ~. Κακή ~ (= κακοπιστία). Κατά ~ (= προαιρετικά, χωρίς δεσμεύσεις).|| (ΝΟΜ.) Σύμφωνο ~έσεως. ΣΥΝ. πρόθεση (1) 2. ΦΙΛΟΣ. ο προσανατολισμός της σκέψης, του στοχασμού προς κάτι εφικτό, που βρίσκεται μέσα στο πλαίσιο των δυνατοτήτων μας. ● ΣΥΜΠΛ.: δικαίωμα προαίρεσης/προαιρέσεως: ΟΙΚΟΝ. σύμβαση που δίνει στον κάτοχό της το δικαίωμα να προβεί σε αγορά ή πώληση νομίσματος, μετοχής σε μελλοντική χρονική στιγμή και σε συγκεκριμένη τιμή. Πβ. οψιόν. Βλ. παράγωγο. [< αρχ. προαίρεσις, γαλλ.-αγγλ. option]

συγγενικός

συγγενικός, ή, ό συγ-γε-νι-κός επίθ. 1. που αναφέρεται σε σχέσεις συγγένειας ή σε συγγενείς: ~ός: δεσμός (εξ αίματος ή εξ αγχιστείας)/κύκλος/περίγυρος. ~ή: αλληλεγγύη/( ΝΟΜ.) αναδοχή (: που γίνεται από συγγενείς του παιδιού)/οικογένεια. ~ό: αίμα/άτομο/ενδιαφέρον/περιβάλλον/σπίτι. ~ές: σχέσεις. ~ά: πρόσωπα.|| (ΒΙΟΛ.) ~ή: φυλή. ~ά: είδη/φύλα. 2. που έχει κοινή προέλευση ή κοινά γνωρίσματα με κάποιον ή κάτι άλλο: ~ός: κλάδος/πολιτισμός/χώρος. ~ό: κόμμα. ~ές: έννοιες/λέξεις. Πβ. συγγενής.|| (ΠΛΗΡΟΦ.) ~ός: δικτυακός τόπος. ● επίρρ.: συγγενικά ● ΣΥΜΠΛ.: συγγενικά δικαιώματα {σπανιότ. στον εν.}: ΝΟΜ. τα οποία αναγνωρίζονται υπέρ των ερμηνευτών ή εκτελεστών των καλλιτεχνικών έργων. Βλ. πνευματικά δικαιώματα. [< γερμ. verwandte Schutzrechte] , συγγενής/συγγενική εταιρεία βλ. συγγενής [< 1: αρχ. συγγενικός 2: γαλλ. apparenté, γερμ. verwandt]

συγγραφικός

συγγραφικός, ή, ό συγ-γρα-φι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον συγγραφέα ή τη συγγραφή: ~ός: οίστρος. ~ή: δεξιότητα/δραστηριότητα/εργασία/ικανότητα/ομάδα (πβ. συντακτικός)/παρουσία/τέχνη/τεχνική. ~ό: δαιμόνιο/έργο/ταλέντο. ● ΣΥΜΠΛ.: συγγραφικά δικαιώματα: το δικαίωμα εκμετάλλευσης προϊόντος του γραπτού λόγου από τον συγγραφέα του. Βλ. κοπιράιτ, πνευματικά δικαιώματα. [< γαλλ. droits d'auteur] [< μτγν. συγγραφικός 'που σχετίζεται με την πεζογραφία']

συνδικαλίζομαι

συνδικαλίζομαι συν-δι-κα-λί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {συνδικαλί-στηκα (λόγ.) -σθηκα, συνδικαλιζ-όμενος, συνδικαλι-σμένος | σπάν. στην ενεργ. φωνή συνδικαλίζ-ω}: ασχολούμαι με τον συνδικαλισμό, κυρ. συμμετέχοντας σε συνδικαλιστική οργάνωση: ~ονται οι εργαζόμενοι. ~σμένοι: αγρότες/υπάλληλοι. Ένστολοι ~όμενοι.|| Η παράταξη ~ει τους νεοεισερχόμενους φοιτητές. ● ΣΥΜΠΛ.: η ελευθερία/το δικαίωμα του συνδικαλίζεσθαι & το συνδικαλίζεσθαι: συνδικαλιστική ελευθερία. [< γαλλ. (se) syndicaliser, 1926]

συνέρχομαι

συνέρχομαι συ-νέρ-χο-μαι ρ. (αμτβ.) {συν-ήλθα, -έλθω, συνερχ-όμενος} 1. επανακτώ τις αισθήσεις μου, επανέρχομαι στην προηγούμενη υγιή σωματική ή ψυχική μου κατάσταση: ~ από το κώμα/τη λιποθυμία/τη μέθη/τη νάρκωση.|| ~ από αρρώστια. Έκανε δύο μήνες να ~έλθει από το ατύχημα.|| Δεν έχει ~έλθει ακόμη από το σοκ. Σύνελθε (= λογικέψου, βάλε μυαλό)! Βλ. συνεφέρνω.|| (μτφ.) Ακόμα να ~έλθει η τοπική κοινωνία από το τραγικό συμβάν. (ΑΘΛ.) Η ομάδα ~ήλθε από την ήττα. ΣΥΝ. αναλαμβάνω (2), αναρρώνω, έρχομαι στα ίσα μου 2. (επίσ.) συγκεντρώνομαι σε έναν χώρο, συνεδριάζω: Η Βουλή/η επιτροπή/το (εκτελεστικό) γραφείο/το δικαστήριο ~εται εκτάκτως/υπό την προεδρία του ... Το ΔΣ ~ήλθε σε σώμα. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ~ήλθε σε άτυπη σύνοδο/σύσκεψη. ΑΝΤ. (δια)λύομαι. ● ΣΥΜΠΛ.: το δικαίωμα/η ελευθερία του συνέρχεσθαι : ΝΟΜ. το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της συνάθροισης. [< αρχ. συνέρχομαι ‘προχωρώ μαζί, συναντιέμαι’ 1: γαλλ. revenir à soi]

συνεταιρίζομαι

συνεταιρίζομαι συ-νε-ται-ρί-ζο-μαι ρ. (αμτβ.) {συνεταιρί-στηκε, -σμένος, συνεταιριζ-όμενος}: ιδρύω συνεταιρισμό ή γίνομαι συνέταιρος με κάποιον: ~ονται οι αγρότες/οι έμποροι/οι τεχνίτες. ~σμένοι: κτηνοτρόφοι/παραγωγοί.|| ~στηκε με τον ξάδερφό του, αλλά δεν πήγαν καλά. Πβ. συμπράττω, συνεργάζομαι. ● ΣΥΜΠΛ.: η ελευθερία/το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι: ΝΟΜ. το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα της ίδρυσης, συμμετοχής, διάλυσης ή αποχώρησης από σωματείο. [< μτγν. συνεταιρίζομαι 'κάνω κάποιον σύντροφό μου', γαλλ. s΄associer]

τραβηκτικός

τραβηκτικός, ή, ό τρα-βη-κτι-κός επίθ.: κυρ. στα ● Ουσ.: τραβηκτική (η): ΟΙΚΟΝ. συναλλαγματική. [< αγγλ. draft] ● ΣΥΜΠΛ.: Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα: ΟΙΚΟΝ. απόθεμα που δημιουργήθηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, με σκοπό να ισοσκελίζει περιστασιακά ελλειμματικά ισοζύγια των χωρών-μελών του. [< αγγλ. Special Drawing Rights, 1963 (SDR)]

υψούν

υψούν [ὑψοῦν] υ-ψούν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: κυρ. στο ● ΣΥΜΠΛ.: δικαίωμα υψούν: ΝΟΜ. εμπράγματο δικαίωμα επέκτασης ακινήτου καθ' ύψος σε περίπτωση που υπάρχει υπόλοιπο συντελεστή δόμησης. ΣΥΝ. αέρας (5) [< ουδ. μτχ. εν. του ρ. ὑψῶ]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.