Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διογκώνω δι-ο-γκώ-νω ρ. (μτβ.) {διόγκω-σα, διογκών-εται (λόγ.) διογκ-ούται (μτχ. -ούμενος), διογκώ-θηκε, -μένος, διογκών-οντας} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) αυξάνω ένα μέγεθος και κατ' επέκτ. αποδίδω σε κάτι μεγαλύτερες από τις πραγματικές του διαστάσεις: ~εται το ποσοστό της ανεργίας/το χρέος. Τα διαρκώς ~ούμενα ελλείμματα (= αυξανόμενα).|| Μη ~εις (= δραματο-, μεγαλο-ποιείς) τα γεγονότα. Αντί να λύνει τα προβλήματα, τα ~ει. Ο κίνδυνος/το κύμα των αντιδράσεων/το πρόβλημα των ναρκωτικών έχει ~θεί (= επιδεινωθεί). ~μένο: εγώ (= υπερτροφικό). Πβ. μεγεθύνω, (παρα)φουσκώνω. ΑΝΤ. μειώνω, μετριάζω, περιορίζω. 2. {στο γ' πρόσ.} μεγαλώνει ο όγκος σώματος: Υλικό που ~εται με τη θερμότητα. ~θηκε η τρύπα του όζοντος.|| (ΙΑΤΡ.) ~μένοι: αδένες (= εξογκωμένοι, πρησμένοι). ~μένες: φλέβες. ΑΝΤ. συμπιέζω (1) [< μτγν. διογκῶ, γαλλ. gonfler]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.