διογκώνω δι-ο-γκώ-νω ρ. (μτβ.) {διόγκω-σα, διογκών-εται (λόγ.) διογκ-ούται (μτχ. -ούμενος), διογκώ-θηκε, -μένος, διογκών-οντας} (απαιτ. λεξιλόγ.) 1. (μτφ.) αυξάνω ένα μέγεθος και κατ' επέκτ. αποδίδω σε κάτι μεγαλύτερες από τις πραγματικές του διαστάσεις: ~εται το ποσοστό της ανεργίας/το χρέος. Τα διαρκώς ~ούμενα ελλείμματα (= αυξανόμενα).|| Μη ~εις (= δραματο-, μεγαλο-ποιείς) τα γεγονότα. Αντί να λύνει τα προβλήματα, τα ~ει. Ο κίνδυνος/το κύμα των αντιδράσεων/το πρόβλημα των ναρκωτικών έχει ~θεί (= επιδεινωθεί). ~μένο: εγώ (= υπερτροφικό). Πβ. μεγεθύνω, (παρα)φουσκώνω. ΑΝΤ. μειώνω, μετριάζω, περιορίζω.2. {στο γ' πρόσ.} μεγαλώνει ο όγκος σώματος: Υλικό που ~εται με τη θερμότητα. ~θηκε η τρύπα του όζοντος.|| (ΙΑΤΡ.) ~μένοι: αδένες (= εξογκωμένοι, πρησμένοι). ~μένες: φλέβες. ΑΝΤ. συμπιέζω (1) [< μτγν. διογκῶ, γαλλ. gonfler]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.