Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • διχασμός δι-χα-σμός ουσ. (αρσ.) (λόγ.): έντονη διαφωνία ή ρήξη, συνήθ. στο εσωτερικό ομάδας: εθνικός (: συχνά ΙΣΤ., βλ. εμφύλιος)/ιδεολογικός/κοινωνικός/πολιτικός ~. ~ της κοινής γνώμης. Ο ~ σπαράζει την παράταξη. Πβ. διάσπαση, διχόνοια, πόλωση. ΑΝΤ. συμφιλίωση (1) ● ΣΥΜΠΛ.: διχασμένη προσωπικότητα βλ. διχάζω [< μτγν. διχασμός]

διχάζω

διχάζω δι-χά-ζω ρ. (μτβ.) {δίχα-σα, -σει, -στηκε (λόγ.) -σθηκε, -στεί (λόγ.) -σθεί, -σμένος, διχάζ-οντας} (λόγ.): (μτφ.) προκαλώ διαφωνία ή ρήξη: Έρευνα που ~ει την επιστημονική κοινότητα. Η απεργία ~ει τον κόσμο. Πβ. διαιρώ, διασπώ, πολώνω. ΑΝΤ. ενώνω (2) ● διχάζεται 1. (μτφ.) βρίσκεται μεταξύ δύο αντίθετων θέσεων: Το υπουργείο ~ μεταξύ ανταγωνισμού και προστατευτισμού. ~ η ηγεσία/κοινή γνώμη από την .../στο θέμα της ... (: είναι μοιρασμένη). Οι απόψεις ~ονται (= διίστανται).|| ~σμένη: κοινωνία. 2. (κυριολ.) χωρίζεται σε δύο μέρη: Διαδρομή/μονοπάτι που ~ σε δύο κατευθύνσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: διχασμένη προσωπικότητα & διχασμός προσωπικότητας 1. ΨΥΧΙΑΤΡ. για άνθρωπο που έχει δύο ανεξάρτητες και συνήθ. αντιφατικές προσωπικότητες. Βλ. σχιζοφρένεια. ΣΥΝ. διπλή προσωπικότητα 2. (μτφ.-συνήθ. ειρων.) πρόσωπο με ασταθή ή αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά: Άλλα λέει τη μία κι άλλα την άλλη, μήπως είναι ~ ~; [< γαλλ. personnalité dissociée] [< αρχ. διχάζω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.