διότι δι-ό-τι σύνδ. (λόγ.): γιατί, επειδή, για τον λόγο ότι: Είμαι πολύ επιφυλακτικός, ~ δεν τον γνωρίζω καλά. Βλ. καθώς, μια. [< αρχ. διότι]
καθώς
καθώς κα-θώς σύνδ. 1. (αναφ.) όπως: Το μπάνιο είναι αριστερά, ~ μπαίνεις.|| ~ ακούω/λένε, σύντομα θα έχουμε αλλαγές. ~ (θα) κατάλαβες, τα πράγματα δεν πάνε καλά. ~ είδαμε παραπάνω, ...|| Παρέμεινε ψύχραιμος, ~ ταιριάζει σε ηγέτη. Όλα θα γίνουν ~ πρέπει (= όπως αρμόζει/επιβάλλεται).|| (παρενθετικά:) Έβγαλε λόγο, ~ συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις.|| (για την εισαγωγή του α΄όρου παραβολής, παρομοίωσης:) ~ πήγα, έτσι γύρισα.2. (χρον.) ενώ: (για παράλληλες πράξεις σε εξέλιξη:) Οι φόβοι του μεγάλωναν, ~ νύχτωνε. ~ θα διαβάζεις, εγώ θα μαγειρεύω. Πβ. ενόσω, όσο.|| (για ταυτόχρονες στιγμιαίες πράξεις:) Τους μίλησα, ~ τους είδα. Πβ. μόλις.|| (για πράξη που συνέβη την ώρα που εξελισσόταν μια άλλη:) ~ ερχόμουν, έγινε ατύχημα. Πβ. τη στιγμή που.3. (αιτιολογικός) γιατί, επειδή, εφόσον: ~ δεν τον είδα πουθενά, νόμισα πως είχε φύγει. Νέος ~ ήταν, είχε όρεξη για δουλειά. Η απόφαση είναι πολύ σημαντική, ~ (έτσι) λύνεται το πρόβλημα. Πβ. αφού. ● ΦΡ.: καθώς (επίσης) και: (για προσθήκη όρου ισοδύναμου με τους προηγούμενους) όπως και: Συνεργάζονται με τοπικούς φορείς, ~ ~ με διεθνείς οργανισμούς. [< 1: αρχ. καθώς 2: μτγν. ~ 3: μεσν. ~]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.