Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δοκούν [δοκοῦν] δο-κούν ουσ. (ουδ.) {άκλ.}: μόνο στη ● ΦΡ.: κατά το δοκούν (λόγ.-συνήθ. αρνητ. συνυποδ.): όπως φαίνεται σωστό ή αρέσει σε κάποιον, συνήθ. με αυθαίρετο τρόπο: επιβολή προστίμων/ερμηνεία των νόμων ~ ~. Πράττει ~ ~. [< αρχ. δοκοῦν, μτχ. ενεστ. του ρ. δοκῶ ‘έχω τη γνώμη, σκέφτομαι, πιστεύω’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.