δοκός δο-κός ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. ΑΘΛ. μακρόστενο οριζόντιο ξύλινο όργανο ενόργανης γυμναστικής (γυναικών), πάνω στο οποίο εκτελούνται ασκήσεις· συνεκδ. το αντίστοιχο αγώνισμα: ~ ισορροπίας. Θα αγωνιστεί στο έδαφος, στη ~ό και στο άλμα. Βλ. ίππος. 2. ΟΙΚΟΔ. δοκάρι: κάθετη/οριζόντια ~.~ στήριξης. Βλ. κοιλο~, σιδηρο~.3. ΑΘΛ. δοκάρι: Η μπάλα χτύπησε στη συμβολή των ~ών. Πβ. γκολπόστ. [< 1: γαλλ. poutre 2: αρχ. δοκός 3: αγγλ. goal-post]
ίππος
ίππος [ἵππος] ίπ-πος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. (λόγ.) άλογο. Πβ. άτι.2. ΓΥΜΝ. & ίππος άλματος: όργανο γυμναστικής που μοιάζει με δοκό για την εκτέλεση αλμάτων ή ασκήσεων. ΣΥΝ. εφαλτήριο (2) 3. (λόγ.) (στο σκάκι) πιόνι με τη μορφή αλόγου. ΣΥΝ. αλογάκι (3) 4. ΙΑΤΡ. έντονη συστολή και διαστολή της κόρης του οφθαλμού, η οποία οφείλεται σε παθολογικά αίτια. Βλ. μυδρίαση, μύση. ● ίπποι (οι) {σπανιότ. στον εν.}: ΜΗΧΑΝ. μονάδες μέτρησης της ισχύος μηχανής· καθεμία από αυτές είναι ίση με 735,5 βατ: κινητήρας απόδοσης ... ~ων. Τουρμπίνα που βγάζει ... ~ους. Φορολογήσιμοι ~ (: μέτρο υπολογισμού συνήθ. των τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων βάσει των κυβικών του). Αναλογία κιλών ανά ~ο. Πβ. ιπποδύναμη. ΣΥΝ. άλογα (τα) [< γαλλ. cheval, αγγλ. horse (power)] ● ΣΥΜΠΛ.: πλάγιος ίππος: ΑΘΛ. (στην ενόργανη γυμναστική) ίππος άλματος με δύο λαβές, στις οποίες στηρίζεται ο αθλητής, για να εκτελέσει το πρόγραμμά του· το αντίστοιχο αγώνισμα των ανδρών. Βλ. κρίκοι. [< αγγλ. side horse] , άλμα ίππου βλ. άλμα, δούρειος ίππος βλ. δούρειος [< 1: αρχ. ἵππος 2: γαλλ. cheval (d΄arçons) 3: γαλλ. cavalier 4: γαλλ.-αγγλ. hippus]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.