Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δοκός δο-κός ουσ. (θηλ.) (λόγ.) 1. ΑΘΛ. μακρόστενο οριζόντιο ξύλινο όργανο ενόργανης γυμναστικής (γυναικών), πάνω στο οποίο εκτελούνται ασκήσεις· συνεκδ. το αντίστοιχο αγώνισμα: ~ ισορροπίας. Θα αγωνιστεί στο έδαφος, στη ~ό και στο άλμα. Βλ. ίππος. 2. ΟΙΚΟΔ. δοκάρι: κάθετη/οριζόντια ~. ~ στήριξης. Βλ. κοιλο~, σιδηρο~. 3. ΑΘΛ. δοκάρι: Η μπάλα χτύπησε στη συμβολή των ~ών. Πβ. γκολπόστ. [< 1: γαλλ. poutre 2: αρχ. δοκός 3: αγγλ. goal-post]

ίππος

ίππος [ἵππος] ίπ-πος ουσ. (αρσ.) 1. ΖΩΟΛ. (λόγ.) άλογο. Πβ. άτι. 2. ΓΥΜΝ. & ίππος άλματος: όργανο γυμναστικής που μοιάζει με δοκό για την εκτέλεση αλμάτων ή ασκήσεων. ΣΥΝ. εφαλτήριο (2) 3. (λόγ.) (στο σκάκι) πιόνι με τη μορφή αλόγου. ΣΥΝ. αλογάκι (3) 4. ΙΑΤΡ. έντονη συστολή και διαστολή της κόρης του οφθαλμού, η οποία οφείλεται σε παθολογικά αίτια. Βλ. μυδρίαση, μύση.ίπποι (οι) {σπανιότ. στον εν.}: ΜΗΧΑΝ. μονάδες μέτρησης της ισχύος μηχανής· καθεμία από αυτές είναι ίση με 735,5 βατ: κινητήρας απόδοσης ... ~ων. Τουρμπίνα που βγάζει ... ~ους. Φορολογήσιμοι ~ (: μέτρο υπολογισμού συνήθ. των τελών κυκλοφορίας των αυτοκινήτων βάσει των κυβικών του). Αναλογία κιλών ανά ~ο. Πβ. ιπποδύναμη. ΣΥΝ. άλογα (τα) [< γαλλ. cheval, αγγλ. horse (power)] ● ΣΥΜΠΛ.: πλάγιος ίππος : ΑΘΛ. (στην ενόργανη γυμναστική) ίππος άλματος με δύο λαβές, στις οποίες στηρίζεται ο αθλητής, για να εκτελέσει το πρόγραμμά του· το αντίστοιχο αγώνισμα των ανδρών. Βλ. κρίκοι. [< αγγλ. side horse] , άλμα ίππου βλ. άλμα, δούρειος ίππος βλ. δούρειος [< 1: αρχ. ἵππος 2: γαλλ. cheval (d΄arçons) 3: γαλλ. cavalier 4: γαλλ.-αγγλ. hippus]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.