Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δράκοντας δρά-κο-ντας ουσ. (αρσ.): ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. μυθικό τέρας με σώμα ερπετού, φτερά νυχτερίδας, τεράστια νύχια και μακριά αγκαθωτή ουρά, από το στόμα ή/και τα ρουθούνια του οποίου βγαίνουν φλόγες: μάγοι/νεράιδες και ~ες. Κεφαλή ~α (: ως διακοσμητικό στοιχείο). Ο Άγιος Γεώργιος παριστάνεται έφιππος να σκοτώνει τον ~α. Βλ. δράκος. [< μεσν. δράκοντας]

δράκος

δράκοςδρά-κος ουσ. (αρσ.) 1. ΛΑΟΓΡ. (σε λαϊκές παραδόσεις ή παραμύθια) ανθρωπόμορφο δαιμονικό ον, που τρώει ανθρώπους ή και ζώα. Βλ. δράκοντας, λάμια. 2. (μτφ.-προφ.) πολύ κακός άνθρωπος· (συνήθ. ειδικότ.) κατά συρροή βιαστής ή και δολοφόνος: αδίστακτος ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γενειοφόρος δράκος: ΖΩΟΛ. μεγάλη αυστραλιανή σαύρα (επιστ. ονομασ. Amphibolurus barbatus), που τρέφεται με έντομα. Βλ. τεράριουμ. [< αγγλ. bearded dragon] ● ΦΡ.: καλό το παραμύθι σου, αλλά δεν έχει δράκο βλ. παραμύθι [< μεσν. δράκος < αρχ. δράκων ‘φίδι’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.