δράκοντας δρά-κο-ντας ουσ. (αρσ.): ΜΥΘ.-ΛΑΟΓΡ. μυθικό τέρας με σώμα ερπετού, φτερά νυχτερίδας, τεράστια νύχια και μακριά αγκαθωτή ουρά, από το στόμα ή/και τα ρουθούνια του οποίου βγαίνουν φλόγες: μάγοι/νεράιδες και ~ες. Κεφαλή ~α (: ως διακοσμητικό στοιχείο). Ο Άγιος Γεώργιος παριστάνεται έφιππος να σκοτώνει τον ~α. Βλ. δράκος. [< μεσν. δράκοντας]
δράκος
δράκοςδρά-κος ουσ. (αρσ.) 1. ΛΑΟΓΡ. (σε λαϊκές παραδόσεις ή παραμύθια) ανθρωπόμορφο δαιμονικό ον, που τρώει ανθρώπους ή και ζώα. Βλ. δράκοντας, λάμια.2. (μτφ.-προφ.) πολύ κακός άνθρωπος· (συνήθ. ειδικότ.) κατά συρροή βιαστής ή και δολοφόνος: αδίστακτος ~. ● ΣΥΜΠΛ.: γενειοφόρος δράκος: ΖΩΟΛ. μεγάλη αυστραλιανή σαύρα (επιστ. ονομασ. Amphibolurus barbatus), που τρέφεται με έντομα. Βλ. τεράριουμ. [< αγγλ. bearded dragon] ● ΦΡ.: καλό το παραμύθι σου, αλλά δεν έχει δράκο βλ. παραμύθι [< μεσν. δράκος < αρχ. δράκων ‘φίδι’]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.