Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δυναστικός δυ-να-στι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τον δυνάστη ή τη δυναστεία: ~ή: εξουσία/συμπεριφορά. ~ό: καθεστώς. Πβ. αυταρχ-, δεσποτ-, καταπιεστ-, τυρανν-ικός.|| ~ή: διαδοχή. ~ές: έριδες. ● επίρρ.: δυναστικά [< αρχ. δυναστικός, γαλλ. dynastique, αγγλ. dynastic]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.