αδύνατος, η, ο [ἀδύνατος] α-δύ-να-τος επίθ. 1. λεπτός: ~ο: παιδί/πρόσωπο/σώμα. ~α: πόδια/χέρια. ~ σαν οδοντογλυφίδα/στέκα (πβ. ισχνός, καχεκτικός, κοκαλιάρης, λιπόσαρκος). Πβ. λιγνός. ΑΝΤ. γεμάτος (4), ευτραφής, παχύς (1), παχύσαρκος, χοντρός (1) 2. που δεν μπορεί να γίνει, ακατόρθωτος, ανέφικτος: Ο εντοπισμός του κλέφτη μέσα στο πλήθος ήταν παντελώς ~.|| (απρόσ.) Είναι εκ των πραγμάτων/εντελώς /θεωρητικά/πρακτικά/νομικά/τεχνικά ~ο(ν). Θεωρείται/καθίσταται/κρίνεται ~ο(ν) να ... (εμφατ.) Είναι φύσει ~ο να προλάβω (: δεν γίνεται/δεν είναι καθόλου εφικτό). (Μου) είναι ~ο(ν) να λείψω από τη δουλειά. Στάθηκε ~ο να τον καθησυχάσω.|| (ως επιφών.) Να τον συγχωρέσω για όσα έκανε; ~ον! (= σε καμία περίπτωση). Συνέβη τέτοιο πράγμα; ~ον! (: απίστευτο, δεν μπορώ να το πιστέψω). ΑΝΤ. δυνατός (5), εφικτός 3. που δεν έχει δύναμη, ισχύ, ένταση, αντοχή: ~ος: οργανισμός (ΣΥΝ. αδύναμος, ασθενικός. ΑΝΤ. ανθεκτικός)/σφυγμός/χαρακτήρας (πβ. ευάλωτος). ~η: μνήμη/όραση (ΑΝΤ. οξεία)/φωνή/ψυχή. ~ο: επιχείρημα (ΑΝΤ. ακλόνητο, πειστικό, τεκμηριωμένο)/σήμα (ΣΥΝ. ασθενές)/σχοινί (ΑΝΤ. γερό)/φως (ΣΥΝ. αμυδρό, αχνό, εξασθενημένο).|| (ως ουσ.) Οι δυνατοί/οι ισχυροί και οι ~οι (: οι ασθενέστερες οικονομικά ή κοινωνικά ομάδες ανθρώπων, ΣΥΝ. ανίσχυροι). Παίρνει πάντα το μέρος των ~άτων. ΑΝΤ. δυνατός (1) 4. που έχει ελλείψεις ή δυσκολίες, ανεπαρκής: ~ος: μαθητής (ΣΥΝ. αδύναμος)/φοιτητής. ~ στη γλώσσα/φυσική. Πβ. κακός. Βλ. άριστος, καλός. ΑΝΤ. δυνατός (2) ● Ουσ.: αδύνατο (το): ακατόρθωτο: Επιδιώκω/επιχειρώ/ζητώ/κατορθώνω/κυνηγώ το ~. Μου ζητάς κάτι ~! Πβ. ανέφικτο. ● Υποκ.: αδυνατούλης , α, ικο, αδυνατούτσικος , η, ο ● ΣΥΜΠΛ.: αδύνατο σημείο & αδύναμο/ευαίσθητο/τρωτό/ασθενές: αυτό στο οποίο κάποιος μειονεκτεί ή είναι ευάλωτος: Τον χτύπησε στο ~ ~ του. Πρέπει να βρεις το ~ ~ του αντιπάλου. Πβ. αχίλλειος πτέρνα. [< γαλλ. point faible] , αδύνατος τύπος (προσωπικής αντωνυμίας): ΓΡΑΜΜ. μονοσύλλαβος τύπος. λ.χ. μου αντί εμένα, μας αντί εμάς., αδύνατος/αδύναμος κρίκος βλ. κρίκος, το ασθενές/ωραίο/δεύτερο/αδύναμο/αδύνατο φύλο βλ. φύλο ● ΦΡ.: είναι των αδυνάτων/ανθρωπίνως αδύνατο(ν) (να ..) (εμφατ.): είναι τελείως ακατόρθωτο: ~ ~ να αφήσω τη θέση μου αυτή τη στιγμή!, κάνω τα αδύνατα δυνατά/ό,τι περνά(ει) από το χέρι μου: κάνω ό,τι μπορώ: Υποσχέθηκε πως θα ~ει τα αδύνατα δυνατά να ... Έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του, για να τους βοηθήσει. Πβ. όσο περνάει από το χέρι μου. ΣΥΝ. κάνω το παν/τα πάντα [< αρχ. ἀδύνατος, γαλλ. impossible]
γρήγορα γρή-γο-ρα επίρρ. {γρηγορότ-ερα} 1. με μεγάλη ταχύτητα: Οδηγούσε/περπατούσε (πολύ) ~. Τρέχει πιο ~ απ΄ όλους. Μη μιλάς τόσο ~! ΣΥΝ. γοργά, ταχέως (1) ΑΝΤ. αργά (1), βραδέως, σιγά-σιγά 2. αμέσως, βιαστικά, χωρίς καθυστέρηση: Πήγε κι ήρθε ~, χωρίς να χάσει χρόνο. Ντύθηκε ~ (~), για να προλάβει. Έλα/τρέξε ~ (πβ. τώρα), να δεις τι γίνεται! Κάνε ~ (= βιάσου), μην αργείς! Να μου απαντήσεις όσο πιο ~ μπορείς (: το γρηγορότερο δυνατό). Πβ. εν ριπή οφθαλμού. ΑΝΤ. με το πάσο (του) ... 3. σε σύντομο χρονικό διάστημα: Η υπόθεση ξεχάστηκε ~. Εύχομαι να γίνεις ~ καλά. ΣΥΝ. σύντομα (1) ● ΦΡ.: πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο δυνατά (λατ. citius, altius, fortius): ΑΘΛ. επίσημο σύνθημα των Ολυμπιακών Αγώνων, που προτρέπει τους αθλητές να ξεπεράσουν τον εαυτό τους στο πλαίσιο της ευγενούς άμιλλας., στα γρήγορα: βιαστικά: Ετοίμασε τα πράγματά του ~ ~ κι έφυγε. Πβ. στο άψε σβήσε., αργά ή γρήγορα βλ. αργά ● βλ. γρήγορος [< μτγν. γρήγορα]
νεύρα [νεῦρα] νεύ-ρα ουσ. (ουδ.) (τα): οι ψυχολογικές αντιδράσεις ενός ατόμου, ιδ. αυτές που φανερώνουν εκνευρισμό, θυμό: Σου πέρασαν τα ~; Μη μου μιλάς, γιατί έχω τα ~ μου (= είμαι θυμωμένος)! Έχει αδύνατα/ευαίσθητα/εύθραυστα/κλονισμένα ~. Ρόφημα που ηρεμεί/χαλαρώνει τα ~. Έλεγξε τα ~ σου! Είναι μες/μέσα στα ~/όλο ~/συνέχεια με τα ~ τεντωμένα (= τσιτωμένα). Ο θόρυβος με πειράζει στα ~. Με πιάνουν τα ~ μου (= εκνευρίζομαι). Πάνω στα ~ (= στην οργή) του, είπε πράγματα που δεν έπρεπε. Πβ. ζοχάδα, μπουρίνια, τσατίλα. ● Υποκ.: νευράκια (τα) ● ΣΥΜΠΛ.: γερά/ατσάλινα νεύρα & δυνατά/σιδερένια νεύρα & νεύρα από ατσάλι: (μτφ.) μεγάλη ψυχραιμία, αυτοέλεγχος: Πρέπει να έχεις ~ ~, για να το αντέξεις., πόλεμος νεύρων: άσκηση ψυχολογικής πίεσης, εκφοβισμός ή πρόκληση σύγχυσης σε κάποιον, με σκοπό την κάμψη του ηθικού, των αντοχών ή των αντιστάσεών του: ψυχοφθόρος ~ ~ μεταξύ διοίκησης και απεργών. Του κάνουν ~ο ~ για να τον εξαναγκάσουν να παραιτηθεί. ΣΥΝ. ψυχολογικός πόλεμος (2) [< αγγλ. war of nerves, 1939] , σπάσιμο νεύρων (προφ.): πρόκληση εκνευρισμού: Είναι (μεγάλο) ~ ~ (= πολύ εκνευριστικό) να περιμένεις. Μου κάνει ~ ~ (= μου έχει σπάσει τα ~, προσπαθεί να με εξοργίσει). ● ΦΡ.: παίζει με τα νεύρα μου & δοκιμάζει τα νεύρα μου (προφ.): με εκνευρίζει, συνήθ. για να διασκεδάσει, προσπαθεί να με κάνει να χάσω την υπομονή μου: Μην παίζεις ~ ~! Παίζουν ~ ~ των πολιτών., σπάνε τα νεύρα μου (προφ.): εκνευρίζομαι, δεν αντέχω άλλο: Έχουν σπάσει ~ να τον ψάχνω και να μην τον βρίσκω/με αυτή την ιστορία!, τα νεύρα μου!: ως έκφρ. αγανάκτησης, δυσανασχέτησης, θυμού., βγάζει καπνούς από τη μύτη/τ' αυτιά βλ. καπνός, είναι/έχουν γίνει τα νεύρα μου τσατάλια/κουρέλια/κρόσσια βλ. τσατάλι, μου τη δίνει/μου τη σπάει βλ. δίνω [< γαλλ. nerfs]
πιθανός, ή, ό πι-θα-νός επίθ.: που είναι δυνατό να συμβεί, να πραγματοποιηθεί: ~ός: κίνδυνος/στόχος (επίθεσης). ~ή: αύξηση της τιμής (του πετρελαίου)/εξέλιξη/ερμηνεία. ~ό: κρούσμα/πρόβλημα. Διερευνά όλες τις ~ές εκδοχές/λύσεις/περιπτώσεις/συνέπειες.|| Αυτά που εξιστόρησε φαίνονται ~ά (= αληθοφανή). ΣΥΝ. ενδεχόμενος ΑΝΤ. απίθανος (1) ● ΦΡ.: είναι πιθανό: για κάτι που μπορεί να γίνει: ~ ~ (= ενδέχεται) να/ότι ... Το πιθανότερο είναι πως ... [< αρχ. πιθανός ‘πειστικός, ευλογοφανής’]
σκοτώνω σκο-τώ-νω ρ. (μτβ.) {σκότω-σα, σκοτώ-σει, -θηκε, -μένος, σκοτών-οντας} 1. αφαιρώ τη ζωή ανθρώπου ή ζώου: Ο δράστης πυροβόλησε και ~σε εν ψυχρώ το θύμα. Οδηγός παρέσυρε και ~σε πεζό (: από αμέλεια). Τους περικύκλωσαν και τους ~σαν. (ως απειλή) Mην κουνηθείς, θα σε ~σω.|| ~ονται άμαχοι. ~θηκε σε δυστύχημα/έκρηξη/ενέδρα/επιδρομή/επίθεση/καβγά/καταδίωξη/ληστεία/μάχη/συμπλοκή/τροχαίο. ~θηκε με το αυτοκίνητο/τη μοτοσικλέτα του. ~θηκε από βόμβα/ηλεκτροπληξία/νάρκη/πυρά/σφαίρες. ~θηκε πέφτοντας στο κενό (= αυτοκτόνησε). Φάλαινες ~μένες από λαθροθήρες. Πβ. δολοφονώ, θανατώνω, φονεύω. 2. (μτφ.-προφ.-εμφατ.) πληγώνω σωματικά ή ψυχικά κάποιον, εξαντλώ: Πρόσεξε, θα με ~σεις (= χτυπήσεις)! Έπεσε και ~θηκε (= τσακίστηκε).|| Αυτή η δουλειά με ~ει (= εξουθενώνει). Η αναμονή με ~ει. Η φυγή του με ~σε (: με έκανε κομμάτια). Βλ. απογοητεύω, πικραίνω, στενοχωρώ.|| (κατ' επέκτ. στην αθλητική αργκό, εξουδετερώνω αντίπαλο:) Μας ~σαν τα τρίποντα. 3. (μτφ.-προφ.) καταστρέφω· ξεπουλώ: Το ντόπινγκ ~ει τον αθλητισμό.|| (χιουμορ., κυρ. για μουσικό, τραγουδιστή, αναγνώστη) Το ~σε το κομμάτι/το ποίημα. Πβ. εκτελώ, κατακρεουργώ, κατα~.|| Το ~σαν το οικόπεδο (: το πούλησαν κοψοχρονιά). Οι έμποροι ~ουν τις τιμές (: τις μειώνουν πολύ). ● σκοτώνει: γίνεται αιτία για την απώλεια της ζωής ανθρώπου ή άλλου ζωντανού οργανισμού: Η πείνα ~ εκατομμύρια παιδιά. Το νέφος/η ρύπανση ~ χιλιάδες πολίτες κάθε χρόνο. Τον ~σε το κρύο/ρεύμα. (ελλειπτ.) Τα εγκεφαλικά/εμφράγματα ~ουν. Πβ. ξεκάνω, ξεπαστρεύω. ● Παθ.: σκοτώνομαι (μτφ.-προφ.-εμφατ.) 1. δείχνω υπερβάλλοντα ζήλο ή μεγάλη προθυμία για κάτι, ασχολούμαι εντατικά με αυτό: ~ στη δουλειά μέχρι το βράδυ. Βγαίνει συχνά, δεν ~εται και στο διάβασμα. ~ονται ποιος θα φτάσει πρώτος (πβ. σπρώχν-, συναγωνίζ-ομαι). ~θηκε να μας περιποιηθεί/να προλάβει (πβ. σπεύδω, τσακίζομαι). Γύρισε ~μένος από την/στην κούραση (= πεθαμένος, ψόφιος). (ειρων.) Καλά, μη ~θείς κιόλας· δεν χρειάζεται να βιάζεσαι … 2. έρχομαι σε έντονη αντιπαράθεση με κάποιον, τσακώνομαι: ~θηκα με τη φίλη μου· μαλλιά κουβάρια γίναμε. Είναι ~μένοι μεταξύ τους και δεν μιλιούνται. ● ΣΥΜΠΛ.: σκοτωμένο κόκκινο/χρώμα (προφ.) : που δεν είναι έντονο, ζωηρό., μαύρο/σκοτωμένο αίμα βλ. αίμα ● ΦΡ.: λες και/σαν να του σκότωσα τη μάνα/τον πατέρα: (μου συμπεριφέρεται) σαν να του έχω κάνει το μεγαλύτερο κακό: Με κοιτάζει/μου μιλάει ~ ~., ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε κάνει πιο δυνατό & (σπάν.) ό,τι δεν σε σκοτώνει, σε δυναμώνει (μτφ.): οι δυσκολίες ενισχύουν, ισχυροποιούν όποιον τις αντιμετωπίζει. [< γερμ. Was mich nicht umbringt, macht mich stärker, αγγλ. what doesn't kill you makes you stronger] , σκοτώνω στο ξύλο (κάποιον) (προφ.) 1. (μτφ.-επιτατ.) τον δέρνω ανελέητα. Πβ. σπάω/σαπίζω/τσακίζω/μαυρίζω/σακατεύω/ρημάζω/λιανίζω κάποιον στο ξύλο, κάνω κάποιον μαύρο/τόπι/τουλούμι/μπαούλο (στο ξύλο). 2. (κυριολ.) τον ξυλοκοπώ μέχρι θανάτου., σκοτώνω την ώρα/τον καιρό μου (μτφ.): ασχολούμαι με κάτι που δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικό, για να περάσει ο χρόνος: ~ ~, μέχρι να πάει πέντε. Σκότωνε ~ του στο καφενείο της γειτονιάς. Πβ. χαζολογάω, χασομερώ. ΣΥΝ. τρώω την ώρα (1), βαράω/κυνηγάω/σκοτώνω μύγες βλ. μύγα, δεν πειράζει/δεν βλάπτει/δεν μπορεί να σκοτώσει ούτε μυρμήγκι βλ. μυρμήγκι, η περιέργεια σκότωσε τη γάτα βλ. περιέργεια, σκοτώνουν τα άλογα, όταν γεράσουν βλ. άλογο [< μεσν. σκοτώνω < αρχ. σκοτόω, σκοτῶ ‘τυφλώνω, ζαλίζω’, αγγλ. kill, γαλλ. tuer]
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
210 3664700
Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.
Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.
© 2022 ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ