Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δυσανεξία δυ-σα-νε-ξί-α ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. ανοχή 1. ΙΑΤΡ. & δυσανοχή: παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός αντιδρά έντονα σε διάφορες ουσίες (τροφές, φάρμακα): ~ στη γλουτένη (βλ. κοιλιοκάκη)/λακτόζη. Βλ. αλλεργία, δυσαπορρόφηση. 2. (μτφ.) έλλειψη ανεκτικότητας: κοινωνική/πολιτική ~. ~ απέναντι στο διαφορετικό. [< γαλλ. intolérance]

αλλεργία

αλλεργία [ἀλλεργία] αλ-λερ-γί-α ουσ. (θηλ.) 1. ΙΑΤΡ. παθολογική αντίδραση ή υπερευαισθησία του ανοσοποιητικού συστήματος σε ορισμένους αβλαβείς υπό κανονικές συνθήκες παράγοντες (αλλεργιογόνα), που εκδηλώνεται με φαγούρα, φτέρνισμα, αναφυλαξία, πρήξιμο: αναπνευστική/δερματική/εποχιακή/οφθαλμική/τροφική/φαρμακευτική/χρόνια ~. Αντιμετώπιση (βλ. αντιισταμινικό)/ιστορικό/μορφές/συμπτώματα (της) ~ας. Άσθμα και ~ες. Οι ~ες της άνοιξης. Καλλυντικό που δεν προκαλεί ~ (= υποαλλεργικό). Έχει ~ στις γάτες/στη γύρη/στην πενικιλίνη. Πάσχει/ταλαιπωρείται/υποφέρει από ~ες. Βλ. (απ)ευαισθητοποίηση, ατοπία, φωτο~.|| (προφ.) Είχε τόση σκόνη που μ' έπιασε ~. 2. {κυρ. στον εν.} (μτφ.) έντονη απέχθεια, αποστροφή για κάποιον ή κάτι: Έχει ~ με την εξουσία. Με πιάνει ~. Παθαίνει ~ και μόνο στην ιδέα ότι ... [< γερμ. Allergie, 1906, γαλλ. allergie, 1909, αγγλ. allergy, 1910]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.