Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δυσαπορρόφηση δυ-σα-πορ-ρό-φη-ση ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. αδυναμία απορρόφησης τροφών από το πεπτικό σύστημα: ~ βιταμινών/λίπους/υδατανθράκων. Βλ. δυσανεξία. [< αγγλ. malabsorption, περ. 1929, γαλλ. ~, πριν από το 1969]

δυσανεξία

δυσανεξίαδυ-σα-νε-ξί-α ουσ. (θηλ.) ΑΝΤ. ανοχή 1. ΙΑΤΡ. & δυσανοχή: παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός αντιδρά έντονα σε διάφορες ουσίες (τροφές, φάρμακα): ~ στη γλουτένη (βλ. κοιλιοκάκη)/λακτόζη. Βλ. αλλεργία, δυσαπορρόφηση. 2. (μτφ.) έλλειψη ανεκτικότητας: κοινωνική/πολιτική ~. ~ απέναντι στο διαφορετικό. [< γαλλ. intolérance]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.