δυσεξήγητος , η, ο δυ-σε-ξή-γη-τος επίθ. (λόγ.): που δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί, να ερμηνευθεί: ~η: σιωπή/στάση. ~ο: φαινόμενο. Βλ. ανεξήγητος. ΣΥΝ. δυσερμήνευτος ΑΝΤ. εξηγήσιμος, ευεξήγητος [< μτγν. δυσεξήγητος]
ανεξήγητος
ανεξήγητος, η, ο [ἀνεξήγητος] α-νε-ξή-γη-τος επίθ.: που δεν είναι δυνατόν ή εύκολο να εξηγηθεί, να δικαιολογηθεί: ~ος: θυμός/φόβος. ~η: ανησυχία/ασθένεια/καθυστέρηση/στάση/συμπεριφορά. ~ο: γεγονός/μυστήριο/φαινόμενο. ~οι: θόρυβοι/φόνοι. ~α: αίτια/συμπτώματα. Κατά έναν περίεργο και ~ο τρόπο ... Κάτι (παρα)μένει/φαίνεται ~ο. Σειρά ~ων εξαφανίσεων. Οι αρμόδιοι για ~ους λόγους αρνούνται να ... Συμβαίνουν ~α πράγματα. Πβ. αλλόκοτος, ανεξιχνίαστος, ανερμήνευτος, μυστηριώδης, παράξενος. Βλ. δυσεξήγητος.|| (ως ουσ.) Ο φόβος του ανθρώπου για το ~ο. Πβ. άγνωστο. ΣΥΝ. ακατανόητος (1) ● επίρρ.: ανεξήγητα [< μτγν. ἀνεξήγητος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.