Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δυσεξήγητος , η, ο δυ-σε-ξή-γη-τος επίθ. (λόγ.): που δύσκολα μπορεί να εξηγηθεί, να ερμηνευθεί: ~η: σιωπή/στάση. ~ο: φαινόμενο. Βλ. ανεξήγητος. ΣΥΝ. δυσερμήνευτος ΑΝΤ. εξηγήσιμος, ευεξήγητος [< μτγν. δυσεξήγητος]

ανεξήγητος

ανεξήγητος, η, ο [ἀνεξήγητος] α-νε-ξή-γη-τος επίθ.: που δεν είναι δυνατόν ή εύκολο να εξηγηθεί, να δικαιολογηθεί: ~ος: θυμός/φόβος. ~η: ανησυχία/ασθένεια/καθυστέρηση/στάση/συμπεριφορά. ~ο: γεγονός/μυστήριο/φαινόμενο. ~οι: θόρυβοι/φόνοι. ~α: αίτια/συμπτώματα. Κατά έναν περίεργο και ~ο τρόπο ... Κάτι (παρα)μένει/φαίνεται ~ο. Σειρά ~ων εξαφανίσεων. Οι αρμόδιοι για ~ους λόγους αρνούνται να ... Συμβαίνουν ~α πράγματα. Πβ. αλλόκοτος, ανεξιχνίαστος, ανερμήνευτος, μυστηριώδης, παράξενος. Βλ. δυσεξήγητος.|| (ως ουσ.) Ο φόβος του ανθρώπου για το ~ο. Πβ. άγνωστο. ΣΥΝ. ακατανόητος (1) ● επίρρ.: ανεξήγητα [< μτγν. ἀνεξήγητος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.