Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δυσπαρευνία δυ-σπα-ρευ-νί-α ουσ. (θηλ.) & δυσπαρεύνια: ΙΑΤΡ. πόνος που νιώθουν ορισμένες γυναίκες κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής: οργανική/ψυχολογική ~. Βλ. κολεόσπασμος. [< γαλλ. dyspareunie, περ. 1950, αγγλ. dyspareunia]

κολεοσπασμός

κολεοσπασμός κο-λε-ο-σπα-σμός ουσ. (αρσ.) & κολεόσπασμος & (σπάν.) κολπόσπασμος: ΙΑΤΡ. (σεξουαλική δυσλειτουργία) επώδυνη σύσπαση των μυών του γυναικείου κόλπου κατά την ερωτική επαφή. Βλ. δυσπαρευνία. [< γαλλ. vaginisme]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.