Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δυσχεραίνω δυ-σχε-ραί-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {δυσχέραν-ε, -θηκε, δυσχεραίν-οντας, συνήθ. στο γ' πρόσ. ενεστ.} (επίσ.): δυσκολεύω: Γεγονός που ~ει την κατάσταση. Η απεργία που κήρυξαν η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ θα δυσχεράνει τις μετακινήσεις. ~εται το έργο της κατάσβεσης της πυρκαγιάς λόγω των ισχυρών ανέμων. Πβ. (παρ)εμποδίζω, (παρα)κωλύω.|| ~ει η θέση των καταναλωτών. ΑΝΤ. διευκολύνω [< μτγν. δυσχεραίνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.