Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δυϊκός , ή, ό δυ-ϊ-κός επίθ. (επιστ.): δυαδικός: (ΜΑΘ.-ΠΛΗΡΟΦ.) ~ή: θεωρία/µέθοδος.|| Η ~ή υπόσταση του ανθρώπου (: ψυχή και σώμα). Πβ. δισυπόστατος. ● ΣΥΜΠΛ.: δυϊκός (αριθμός): ΓΡΑΜΜ. αριθμός κλιτής λέξης της Αρχαίας Ελληνικής που δηλώνει δύο όμοια πρόσωπα ή πράγματα. Βλ. δυοίν θάτερον, ενικός, πληθυντικός. [< μτγν. δυϊκός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.