Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δωρίζω δω-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {δώρι-σα, δωρί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος, δωρίζ-οντας, -όμενος}: κάνω δωρεά ή προσφέρω δώρο: (ΝΟΜ.) ~σε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του σε ιδρύματα/στο Ελληνικό Δημόσιο. Το έργο ~στηκε στη Δημοτική Πινακοθήκη. ~όμενο: ακίνητο.|| (ΙΑΤΡ.) ~σαν τα όργανα του άτυχου γιου τους.|| Μου ~σαν ένα βιβλίο. Πβ. χαρίζω. [< μεσν. δωρίζω, γαλλ. donner]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.