Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • δόντι δό-ντι ουσ. (ουδ.) {δοντ-ιού | -ιών} 1. ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. καθένα από τα οστεοειδή όργανα, εμφυτευμένα στις φατνίες των γνάθων, τα οποία προορίζονται για τη μάσηση της τροφής και την άρθρωση των φθόγγων: κούφιο/σάπιο/στραβό/χαλασμένο/χρυσό ~. Η ρίζα, ο αυχένας και η μύλη του ~ιού (: τα τρία μέρη του). Ο πολφός του ~ιού (: οδοντική θηλή). Εξαγωγή/θήκη/στεφάνη/σφράγισμα ~ιού. Αραιά/ίσια/καλοσχηματισμένα/κοφτερά/τεχνητά ~ια. Αστραφτερά/λαμπερά ~ια (βλ. χαμόγελο). Τα τριανταδύο μόνιμα ~ια του ανθρώπου (: τέσσερις κοπτήρες, δύο κυνόδοντες, τέσσερις προγόμφιοι, έξι γομφίοι σε κάθε γνάθο). Η αδαμαντίνη/οδοντίνη/οστεΐνη των ~ιών. Τα ούλα των ~ιών. Νόσοι/φλεγμονές των ~ιών (: τερηδόνα, ουλίτιδα). Ανατολή/κιτρίνισμα των ~ιών. Υγιεινή/φροντίδα των ~ιών (: βούρτσισμα, καθαρισμός, λεύκανση, φθορίωση). Καθημερινή περιποίηση των ~ιών (με οδοντόκρεμα, οδοντικό νήμα, αντισηπτικό στόματος). Ασβέστιο για γερά ~ια. Πονάει το ~ μου (: έχω πονόδοντο). Του τρόχισε το ~ (: ο οδοντίατρος). Του λείπει ένα ~ (βλ. φαφούτης). Πλένω τα ~ια μου. Κόβω (κάτι) με τα ~ια (βλ. δαγκώνω, μασώ).|| (για παιδί:) Του κουνιέται το ~. Άλλαξε ~ια. Βλ. οδοντοστοιχία, τραπεζίτης, φρονιμίτης.|| (για ζώο) ~ια λύκου/σκύλου. Σαρκοφάγο ψάρι με ισχυρά ~ια. ΣΥΝ. οδούς 2. (κατ' επέκτ.) αιχμηρή προεξοχή αντικειμένου και γενικότ. καθετί που μοιάζει με δόντι: τα ~ια του τροχού/της τσατσάρας. Βλ. τόρμος. ● Υποκ.: δοντάκι (το) (οικ.): Το μωρό έβγαλε τα πρώτα του ~ια.|| Μαχαίρι/πριόνι με ~ια (= οδοντωτό). ● Μεγεθ.: δοντάρα (η), δοντάρες (οι) ● ΣΥΜΠΛ.: νεογιλά δόντια βλ. νεογιλός ● ΦΡ.: δείχνει τα δόντια/τα νύχια (του) (μτφ.): επιδεικνύει τη δύναμή του: ~ ~ απειλητικά. Η Επιτροπή έδειξε ~ της, επιβάλλοντας υψηλό πρόστιμο., δεν είναι για τα δόντια του (μτφ.-προφ.): για τις δυνατότητές του, για τις δυνάμεις του., έβγαλε το χρυσό δοντάκι (μτφ.-προφ.): (για μικρό συνήθ. παιδί) μετέλαβε, κοινώνησε., έχει (γερό/μεγάλο) δόντι (μτφ.-προφ.): έχει μέσον, γνωριμίες. Πβ. βύσμα, έχει άκρες, έχει (γερές) πλάτες., μέσα από τα δόντια (του) (μτφ.-προφ.): χωρίς να ακούγεται καθαρά τι λέει: Μουρμούρισε/ψέλλισε/ψιθύρισε κάτι ~ ~ (συνήθ. θυμωμένος)., μιλάω/τα λέω έξω από τα δόντια: με παρρησία, με απόλυτη ειλικρίνεια, χωρίς φόβο και περιστροφές: Είναι αποφασισμένος να τα πει/να μιλήσει ~ ~, ακόμα κι αν στενοχωρήσει μερικούς. Πβ. απερίφραστα, ορθά-κοφτά, σταράτα., πονάει δόντι, βγάζει μάτι (παροιμ.): σε περιπτώσεις που ο τρόπος αντιμετώπισης μιας προβληματικής κατάστασης είναι εντελώς ακατάλληλος: Προσπαθούν να λύσουν τα προβλήματα με τη μέθοδο του ~ ~., πονάει το δοντάκι του (μτφ.-προφ.): είναι ερωτευμένος., ακονίζω τα δόντια μου βλ. ακονίζω, γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ' του χάρου τα δόντια βλ. χάρος, ήλιος με δόντια βλ. ήλιος, με νύχια και με δόντια βλ. νύχι, οπλισμένος/αρματωμένος σαν αστακός βλ. αστακός, πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι βλ. κεφάλι, σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια βλ. χαρίζω, σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη βλ. σφίγγω, τρίζω τα δόντια (σε κάποιον) βλ. τρίζω [< μεσν. δόντι(ο)ν]
  • δοντιά δο-ντιά ουσ. (θηλ.) (οικ.): το αποτύπωμα του δαγκώματος, δαγκωματιά. Πβ. δήγμα.

αστακός

αστακός [ἀστακός] α-στα-κός ουσ. (αρσ.): ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο εδώδιμο θαλασσινό οστρακόδερμο (επιστ. ονομασ. Palinurus vulgaris) με μακρόστενο σώμα, δέκα πόδια και κεραίες: αγκαθωτός (: χωρίς δαγκάνες, σε αντιδιαστολή με την αστακοκαραβίδα)/μπλε ~. Βλ. μαλακόστρακα.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) ~ βραστός/με μακαρόνια (= αστακομακαρονάδα)/σχάρας. ● Υποκ.: αστακουδάκι (το) ● ΦΡ.: οπλισμένος/αρματωμένος σαν αστακός & οπλισμένος μέχρι τα δόντια: για κάποιον ή κάτι που έχει εφοδιαστεί με πολύ βαρύ (εξ)οπλισμό: Άνδρες των ΜΑΤ ~οι ~.|| Πήγε για σκι ~ ~., σαν αστακός: σε υπερβολικό βαθμό: κόκκινος (= κατακόκκινος) από τον ήλιο/ντυμένος (: με πολλά και βαριά ρούχα) ~ ~. [< αρχ. ἀστακός]

δαγκώνω

δαγκώνω δα-γκώ-νω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {δάγκω-σα, -θηκα, -μένος, δαγκών-οντας} & (λαϊκό) δαγκάνω 1. πιέζω ή κόβω κάτι με τα δόντια· κατ' επέκτ. τραυματίζω, μπήγοντας τα δόντια στο δέρμα κάποιου: ~ει το μολύβι της. ~σε τη γλώσσα της, έτσι όπως μιλούσε. ~μένο: φρούτο/ψωμί.|| Προσοχή ~ει (ενν. ο σκύλος)! Τον ~σε οχιά/ποντικός. 2. (μτφ.) είμαι επιθετικός, επικίνδυνος: Αν νιώσει απειλή, ~ει. ● Παθ.: δαγκώνομαι (μτφ.): μαζεύομαι, συγκρατούμαι για να μη μιλήσω ή να μην αντιδράσω, βρίσκομαι σε αμηχανία: Όταν κατάλαβα την γκάφα μου, ~θηκα. Έπιασε την μπηχτή της και ~θηκε. ● ΦΡ.: δαγκώνω τα χείλια (μου)/τα χείλη (μου): ως ένδειξη αμηχανίας ή για δήλωση απογοήτευσης. ΣΥΝ. δαγκώνομαι, δεν δαγκώνω/δεν τρώω! (προφ.): ως προτροπή σε κάποιον, για να μην δείχνει επιφύλαξη απέναντι στον ομιλητή: Μη φοβάσαι, ~ ~! Έλα πιο κοντά, ~ ~!, δάγκωσε τη λαμαρίνα βλ. λαμαρίνα, σκυλί/σκύλος που γαβγίζει, δεν δαγκώνει βλ. γαβγίζει, φάε/δάγκωσε/κατάπιε τη γλώσσα σου! βλ. γλώσσα, χέρι που δεν μπορείς να το δαγκώσεις, φίλησέ/φίλα το βλ. φιλώ [< μτγν. δαγκάνω]

ήλιος

ήλιος [ἥλιος] ή-λιος ουσ. (αρσ.) {-ιου (λόγ.) -ίου} 1. ΑΣΤΡΟΝ. (κ. με κεφαλ. Η) μέσος (νάνος) αστέρας, ο πλησιέστερος στη Γη και κέντρο του Ηλιακού Συστήματος, που είναι μια φωτεινή σφαίρα θερμού πλάσματος, αποτελούμενη από υδρογόνο, ήλιο και βαρέα στοιχεία, περίπου 70 συνολικά, στο κέντρο της οποίας γίνονται τεράστιες θερμοπυρηνικές αντιδράσεις, με αποτέλεσμα την παραγωγή μεγάλης ποσότητας ενέργειας, η οποία αποτελεί πηγή ζωής και φωτός για τον πλανήτη μας: ~ και Σελήνη. Οι διαβάσεις/η δομή (: πυρήνας, ζώνη ακτινοβολίας, ζώνη μεταφοράς, φωτό-, χρωμό-σφαιρα, στέμμα)/οι εκλάμψεις/η θερμοκρασία/η περιστροφή του ~ιου. Εκρήξεις/κηλίδες στην επιφάνεια του ~ιου. Βλ. ηλιακός. 2. (συνεκδ.) το συγκεκριμένο ουράνιο σώμα ως προς τη λάμψη, την ακτινοβολία ή/και τη θερμότητα που εκπέμπει: δυνατός/εκτυφλωτικός/καλοκαιρινός/καυτός/λαμπρός/μεσημεριανός ~. ~ και φεγγάρι. Ανατολή/δύση του ~ιου. Γυαλιά/ομπρέλα ~ίου. Ο ~ βγήκε (= ανέτειλε)/κρύφτηκε/μεσουρανεί. Καίει ο ~ (: κάνει πολλή ζέστη)!|| (το φως του ~ιου:) Τράβηξε τις κουρτίνες να μπει ο/λίγος ~. Με τυφλώνει ο ~.|| (οι ακτίνες του ~ιου:) Προστασία/προφύλαξη από τον ~ιο (= ηλιοπροστασία). Μην κάθεσαι πολλή ώρα στον/κάτω από τον ~ιο (βλ. ηλιοθεραπεία, λιάζομαι)! Κάηκε/μαύρισε από τον ~ιο (βλ. ηλιοκαμένος). Βλ. αντηλιά.|| (μτφ.-οικ., ως προσφών.) ~ιε μου! 3. (συνεκδ.) ηλιόλουστη μέρα, λιακάδα: Έχει ~ιο σήμερα (: καλοκαιρία, είναι χαρά θεού). 4. (συνεκδ.) σχέδιο ή απεικόνιση του άστρου αυτού: ο ~ της Βεργίνας. 5. ΑΣΤΡΟΝ. καθένα από τα αυτόφωτα αστέρια που συνιστά το κέντρο ηλιακών συστημάτων: οι αμέτρητοι ~ιοι του Σύμπαντος. 6. ΒΟΤ. ηλίανθος. ● ΣΥΜΠΛ.: η χώρα του ανατέλλοντος ηλίου: η Ιαπωνία., ο Ήλιος της Δικαιοσύνης (πρόφ. Ή-λι-ος) 1. ΕΚΚΛΗΣ. ο Ιησούς Χριστός. 2. (λογοτ.) η Δικαιοσύνη., έκλειψη Ηλίου βλ. έκλειψη, ο ήλιος του μεσονυκτίου βλ. μεσονύκτιο ● ΦΡ.: δεν έχει στον ήλιο μοίρα & χωρίς στον ήλιο μοίρα (προφ.): βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση· είναι άπορος, άστεγος ή άνεργος, χωρίς κανένα στήριγμα ή περιουσιακό στοιχείο: ορφανά/φτωχοί χωρίς ~ ~. Πβ. δεν έχω πού την κεφαλήν κλίνη., ήλιος με δόντια (προφ.): ηλιόλουστη μέρα με παγωνιά., μια θέση στον ήλιο: μια δουλειά ή αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης: χιλιάδες υποψήφιοι για ~ ~. Νέοι που διεκδικούν/ζητούν ~ ~. Αγωνίζονται/μάχονται/παλεύουν για ~ ~., το(ν) βλέπει/χτυπά(ει) ο ήλιος: είναι εκτεθειμένο(ς) στον ήλιο ή την ακτινοβολία του: Δωμάτιο/σημείο που το ~ ~ (= ηλιόλουστο).|| (για πρόσ.) Βγες λίγο έξω να σε δει ο ~! (αρνητ. συνυποδ.) Βάλε καπέλο, θα σε χτυπήσει ~!, τον έπιασε ο ήλιος (προφ.): έχει μαυρίσει ή κοκκινίσει από τον ήλιο., είδε το (πρώτο) φως της ζωής/της (η)μέρας/του ήλιου βλ. φως, ηλίου φαεινότερον βλ. φαεινός, μέχρι να βγάλει ο ήλιος κέρατα βλ. κέρατο, ο ύπνος τρέφει τα παιδιά κι ο ήλιος τα μοσχάρια βλ. ύπνος, ουδέν καινόν υπό τον ήλιον βλ. καινός, ουδέν κρυπτόν (υπό τον ήλιον) βλ. κρυπτός, φρίξον ήλιε! βλ. φρίττω [< αρχ. ἥλιος, γαλλ. soleil, αγγλ. sun, γερμ. Sonne]

κεφάλι

κεφάλι κε-φά-λι ουσ. (ουδ.) {κεφαλ-ιού | -ιών} 1. το ανώτερο τμήμα του σώματος του ανθρώπου, που συνδέεται με τον κορμό μέσω του λαιμού και στο οποίο βρίσκεται ο εγκέφαλος, το στόμα και αισθητήρια όργανα, όπως τα μάτια, τα αυτιά και η μύτη: η κίνηση/η κλίση/η κορυφή/το νεύμα/το σκύψιμο/το σχήμα/το τίναγμα του ~ιού. Το πίσω μέρος του ~ιού (βλ. ινίο). Το ~ μου πονάει/πάει να σπάσει (: έχω πονοκέφαλο, ημικρανία). Κούνησε το ~ του καταφατικά (βλ. συγκατανεύω). Μου κάνει νόημα με το ~ (: μου γνέφει). Βουτιά με το ~. Ξύνει το ~ του (: το τριχωτό μέρος, κυρ. από αμηχανία ή άγνοια). Νέοι με κοντοκουρεμένα/ξυρισμένα ~ια.|| (μτφ.) Βάζω/πάω στοίχημα το ~ μου (= τη ζωή μου). Παίζει το ~ του (κορόνα γράμματα) (= διακινδυνεύει, ρισκάρει). Βλ. προσκέφαλο. ΣΥΝ. κεφαλή (1) 2. το αντίστοιχο εμπρόσθιο ή ανώτερο τμήμα του σώματος ζώων: ~ αλόγου/εντόμου/ψαριού.|| (ΜΑΓΕΙΡ.) Βραστό ~ κατσικιού. Καθαρίζουμε τις γαρίδες από τα ~ια και το κέλυφος. 3. νους, μυαλό, πνεύμα· άνθρωπος με μεγάλες ή/και ειδικές διανοητικές ικανότητες: Ποιος σου έβαλε αυτή την ιδέα στο ~;|| Μαθηματικό ~. Πβ. αυθεντία, διάνοια, εγκέφαλος, ιδιοφυΐα.|| (ειδικότ.) Τα κορυφαία ~ια (: ηγετικά στελέχη) της κυβέρνησης. Πβ. επιτελής. 4. καλλιτεχνική αναπαράσταση αυτού του τμήματος του σώματος ανθρώπου ή ζώου: ανάγλυφο/αρχαϊκό/μαρμάρινο ~. Ξύλινο ~ θεάς. Σκαλιστό ~ λιονταριού. Το ~ της Μέδουσας (: με μαλλιά από φίδια). Πβ. κεφαλή, προτομή. 5. στρογγυλό ή στρογγυλεμένο αντικείμενο ή άκρο αντικειμένου: ένα ~ τυρί/τυριού. Μισό ~ σκόρδο/σκόρδου.|| ~ βελόνας/καρφιού/καρφίτσας. 6. {συνήθ. στον πληθ.} (προφ.) ζώο ή σπανιότ. πρόσωπο θεωρούμενο ως μονάδα μέτρησης ευρύτερου συνόλου: Εκατό ~ια γίδια/πρόβατα. Μετράει ~ια. ● Υποκ.: κεφαλάκι (το) ● Μεγεθ.: κεφάλα (η) ● ΣΥΜΠΛ.: αγύριστο/ξερό/αρβανίτικο κεφάλι (μτφ.): πεισματάρης, ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος: Δεν παίρνει από λόγια και συμβουλές, είναι ~ ~!, άδειο/κούφιο κεφάλι (μειωτ.): για άνθρωπο άμυαλο, ανόητο., βαρύ κεφάλι (προφ.): ο πονοκέφαλος: Το πρωί σηκώνομαι με ~ ~. , μεγάλο κεφάλι (μτφ.) 1. ο ιθύνων νους: Ποιος είναι το ~ ~ της εταιρείας/της ομάδας; Πβ. εγκέφαλος. 2. ευφυής, πανέξυπνος. ΑΝΤ. βλάκας, χαζός (1), κάλυμμα (της) κεφαλής βλ. κεφαλή, πολυκέφαλο τέρας βλ. πολυκέφαλος ● ΦΡ.: (το) έφαγε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): υφίσταται αρνητικές ή/και καταστροφικές συνέπειες λόγω δικών του κακών επιλογών: Πάει γυρεύοντας να (το) φάει ~ (: καταστραφεί). Πβ. τρώω/σπάω τα μούτρα μου., ανοιγμένα κεφάλια & άνοιξαν κεφάλια (μτφ.-προφ.): για βίαια επεισόδια και τραυματισμούς: συμπλοκές και ~ ~. Βλ. δεν άνοιξε μύτη/ρουθούνι., βάζω το κεφάλι κάτω 1. σκύβω το κεφάλι προς τα κάτω: Έβαλε ~ και έφυγε με την ουρά στα σκέλια. 2. (μτφ.) σκέφτομαι προσεκτικά, συγκεντρώνομαι: ~ ~ και δουλεύω. Να βάλεις ~ να ξεκαθαρίσεις πρώτα τι θες. 3. (μτφ.) υποτάσσομαι, υποχωρώ, εγκαταλείπω την προσπάθεια: Μη βάλεις ~, αλλά να παλέψεις ως το τέλος., βάλ' το καλά στο κεφάλι/στο μυαλό σου (προφ.): σκέψου προσεκτικά, πάρ' το απόφαση: Ένα θα σου πω και ~ ~. ~ ~ (= συνειδητοποίησέ το), δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει., βαράω/χτυπάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) & (σπάν.) κουτουλάω το κεφάλι μου (στον τοίχο) (μτφ.-προφ.): μετανιώνω πικρά για κάτι: Όταν σκέφτομαι τι έχω κάνει, ~ ~. ~ ~ που ήμουν τόσο αφελής., βγάζω/λέω κάτι από το κεφάλι/το μυαλό μου (μτφ.-προφ.): αναφέρω κάτι που αποτελεί προϊόν δικής μου επινόησης· κατ' επέκτ. μιλάω αυθαίρετα, ατεκμηρίωτα., γλίτωσε/έσωσε το κεφάλι του (μτφ.-προφ.): ξέφυγε από θανάσιμο ή άλλο κίνδυνο (κυρ. καθαίρεσης, απόλυσης): Εγκατέλειψε την πόλη και ~ ~. Φόρτωσε το φταίξιμο στον συνάδελφό του, για να σώσει ~ ~., γυρίζει/βουίζει το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): ζαλίζομαι και κατ' επέκτ. βρίσκομαι σε σύγχυση: ~ ~ από το ξενύχτι. Πβ. βλέπω αστ(ε)ράκια/πουλάκια. Βλ. ίλιγγος., έρχεται (κάτι) στο κεφάλι μου (προφ.) 1. (κυριολ.) πέφτει (κάτι) στο κεφάλι μου: Μια μπάλα μού ήρθε στο κεφάλι. 2. (μτφ.-συχνά αρνητ. συνυποδ., για ξαφνική σκέψη) μου έρχεται στον νου: Ο καθένας λέει ό,τι του έρθει στο κεφάλι. Πβ. μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό)., έφυγε από το κεφάλι μου (μτφ.-προφ.): απαλλάχτηκα, λυτρώθηκα από κάτι που με βασάνιζε: Ένα βάρος ~ ~.|| Φύγε ~ (: άσε με ήσυχο)!, έχω πολλά/πολλές σκοτούρες στο κεφάλι μου (προφ.): έχω πολλές σκέψεις, έγνοιες, προβλήματα που με απασχολούν: ~ ~, για να συγχύζομαι και με τα ειρωνικά σου σχόλια., έχω το κεφάλι μου ήσυχο (προφ.): είμαι ήρεμος, δεν με απασχολεί κάτι: Θα αγοράσω καινούργιο αυτοκίνητο κι όχι μεταχειρισμένο για να ~ ~., κάνω του κεφαλιού μου (προφ.-αρνητ. συνυποδ.): κάνω ενέργειες, συχνά άστοχες ή απερίσκεπτες, χωρίς να υπολογίζω τη γνώμη ή την υπόδειξη κανενός., κάνω/φτιάχνω κεφάλι (αργκό) 1. ζαλίζομαι, μεθώ. 2. μαστουρώνω. Πβ. φτιάχνομαι., μας πήρε το κεφάλι (προφ.): μας ζάλισε, έγινε ανυπόφορος: ~ ~ με τη γκρίνια/το κλάμα/τη φλυαρία του., με περνά ένα κεφάλι & μου ρίχνει ένα κεφάλι (προφ.): με ξεπερνά στο ύψος κατά ένα κεφάλι., με το κεφάλι ψηλά & ψηλά το κεφάλι (μτφ.): για να δηλωθεί τόλμη, αξιοπρέπεια ή περηφάνια: Περπατώ με το κεφάλι ψηλά. Αποχώρησε/έφυγε/στάθηκε με ~ ~. Αποκλεισμός/ήττα με ~ ~.|| (ως προτροπή) Κράτα ψηλά ~. Ψηλά ~, ο αγώνας συνεχίζεται., παίρνω κεφάλι (μτφ.-προφ.): παίρνω προβάδισμα: Οι αντίπαλοι μας πήραν ~ στο σκορ (= προηγούνται)., παίρνω το κεφάλι (κάποιου)/κεφάλια & κόβω κεφάλια (προφ.) 1. (μτφ.) τιμωρώ αυστηρά· απολύω: Ένα λάθος έκανε ο άνθρωπος, γιατί να του πάρουμε το ~; Κόβουν/παίρνουν ~ια στελεχών. 2. αποκεφαλίζω., πάνω από το κεφάλι μου/τα κεφάλια μας (προφ.): από πάνω μου ή σε χαμηλό ύψος: Αεροπλάνα που πετούν/καλώδια που βρίσκονται ~ ~ μας. Μη στέκεσαι ~ ~ μου (: για να δηλωθεί ενόχληση)!|| (μτφ.) Γράφω αυτά που θέλω, χωρίς να έχω κανέναν ~ ~ μου (: δεν με ελέγχει, περιορίζει κανείς)., πέφτουν (πολλά) κεφάλια (προφ.): γίνονται αποπομπές ή καθαιρέσεις (από θέσεις και αξιώματα), επιβάλλονται αυστηρές τιμωρίες. Βλ. καρατόμηση., πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι & πονάει δόντι, βγάζει δόντι: για ακραίες ενέργειες που, αντί να θεραπεύσουν ένα πρόβλημα, έχουν καταστροφικές συνέπειες: Η λογική/η συνταγή (του) "~ ~". Ό,τι δεν λειτουργεί καλά, το καταργούμε: ~ ~., σκύβω το κεφάλι 1. γέρνω το κεφάλι προς τα κάτω, συνήθ. λόγω ντροπής, απογοήτευσης: Περπατά/στέκεται με σκυμμένο ~. 2. (μτφ.) υποτάσσομαι, φέρομαι δουλικά, υποχωρώ: Μη ~εις ~ (: μην υποκύπτεις)! ΣΥΝ. κύπτω τον αυχένα ΑΝΤ. σηκώνω κεφάλι (1), τα κεφάλια μέσα! (οικ.-χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι έληξε η περίοδος της ανάπαυλας και αρχίζουν πάλι οι υποχρεώσεις, οι δουλειές, τα καθήκοντα: Το διάλειμμα τελείωσε, ~ ~. Πβ. κάθε κατεργάρης στον πάγκο του., το κάτω κεφάλι (προφ.): το αντρικό μόριο και κατ' επέκτ. η σεξουαλική επιθυμία: Σκέφτονται με το ~ ~., το πάνω κεφάλι (προφ.): η λογική., χτυπάει/βαράει (κάποιον) στο κεφάλι & κατακέφαλα (προφ.): προκαλεί ζαλάδα: Με χτύπησε ο ήλιος/το κρασί στο κεφάλι., (βάζω/έχω κάποιον) κορόνα στο κεφάλι μου βλ. κορόνα, (βάζω/έχω) ένα κεραμίδι πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. κεραμίδι, αλλάζω/γυρίζω σε κάποιον μυαλά/κεφάλι/ιδέες βλ. αλλάζω, ανοίγω/σπάω το κεφάλι (κάποιου) βλ. ανοίγω, βάζω το κεφάλι μου στον ντορβά/στην γκιλοτίνα βλ. ντορβάς, βασανίζω το μυαλό/το κεφάλι/τον εαυτό/τη σκέψη/την ψυχή μου βλ. βασανίζω, βγάζω κάτι/κάποιον απ' το(ν) νου/το μυαλό/το κεφάλι/τη σκέψη (μου) βλ. νους, γανώνω το κεφάλι/τον εγκέφαλο/τα μυαλά/τ' αυτιά κάποιου βλ. γανώνω, γεμίζει/γέμισε το κεφάλι (με) ... βλ. γεμίζω, γίνομαι κουδούνι/το κεφάλι μου έγινε κουδούνι βλ. κουδούνι, δεν σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, έγινε/μου έκανε το κεφάλι (μου) καζάνι βλ. καζάνι, έφαγα/μου 'ρθε/μου 'πεσε κεραμίδα (στο κεφάλι) βλ. κεραμίδα, έχει άλλα πράγματα στο μυαλό/στο(ν) νου/στο κεφάλι του βλ. πράγμα, έχει άχυρα στο κεφάλι/στο μυαλό του βλ. άχυρο, έχω τα μυαλά μου πάνω απ' το κεφάλι μου βλ. μυαλό, κακό του κεφαλιού μου/σου/του βλ. κακό, κατεβάζει το κεφάλι/η κούτρα/η γκλάβα/ο νους/το ξερό μου βλ. κατεβάζω, κόβω το κεφάλι/χέρι μου βλ. κόβω, λαγός τη φτέρη έσειε/κούναγε, κακό του κεφαλιού/της κεφαλής του βλ. λαγός, μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι/η πίεση βλ. ανεβαίνω, μου κατεβαίνει (στο κεφάλι/στο μυαλό) βλ. κατεβαίνω, μου μπαίνει/καρφώνεται (κάτι) στο μυαλό/κεφάλι βλ. μυαλό, μου 'χει φύγει το μυαλό/το καφάσι/το κεφάλι/ο νους/το τσερβέλο βλ. μυαλό, πέφτω/μπαίνω/βάζω το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου βλ. λύκος, σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι βλ. σηκώνω, σηκώνω κεφάλι βλ. σηκώνω, σπάω/στύβω το μυαλό/το κεφάλι μου βλ. μυαλό, στου κασίδη/κασιδιάρη το κεφάλι βλ. κασίδης, το ψάρι βρομά(ει) απ' το κεφάλι βλ. βρομώ, φέρνω (κάτι) στο κεφάλι (κάποιου) βλ. φέρνω, χώνω/κρύβω/βάζω το κεφάλι στην άμμο βλ. άμμος [< μεσν. κεφάλιν]

νεογιλός

νεογιλός, ή, ό νε-ο-γι-λός επίθ.: ΑΝΑΤ. που σχετίζεται με τα νεογιλά δόντια: ~ή: οδοντοστοιχία. ● ΣΥΜΠΛ.: νεογιλά δόντια & (προφ.) νεογιλά & (λόγ.) νεογιλοί (οδόντες): ΑΝΑΤ. τα πρώτα δόντια του ανθρώπου, τα οποία αρχίζουν να ανατέλλουν στην ηλικία των πέντε έως οκτώ μηνών και αντικαθίστανται σιγά-σιγά από τα μόνιμα στην ηλικία περ. των έξι ετών. ΣΥΝ. γαλαξίες [< μτγν. νεογιλός ‘νεογέννητος’]

νύχι

νύχι νύ-χι ουσ. (ουδ.) {νυχ-ιού | -ιών} 1. καθεμία από τις σκληρές, κεράτινες προστατευτικές πλάκες που αναπτύσσονται στο άκρο κάθε δαχτύλου των χεριών και των ποδιών του ανθρώπου: η ρίζα του ~ιού. Βαμμένα (βλ. ασετόν, μανό)/βρόμικα/εύθραυστα/καθαρά/κίτρινα/κομμένα/μακριά/σπασμένα/τετραγωνισμένα/τεχνητά/φαγωμένα ~ια. Λίμα/περιποίηση/σκληρυντικό/ψαλιδάκι ~ιών (βλ. μανικιούρ, πεντικιούρ). Λευκά στίγματα/μύκητες στα ~ια. Ξύνω με το ~ μου. Τρώει τα ~ια του (βλ. ονυχοφαγία). ΣΥΝ. όνυχας1 (1) 2. καθένα από τα αντίστοιχα μυτερά και γαμψά κεράτινα περιβλήματα των ποδιών στα πτηνά και ορισμένα θηλαστικά· χηλή, οπλή: Η γάτα γδέρνει τον καναπέ με τα ~ια της. Ο αετός άρπαξε τον λαγό με τα δυνατά του ~ια.|| (μτφ.) Τα ~ια της εξουσίας (βλ. σαγόνι). 3. (κατ' επέκτ.) οτιδήποτε έχει αντίστοιχο σχήμα: το ~ της άγκυρας/ζάντας. ● Μεγεθ.: νυχάρα (η) ● ΦΡ.: (πατώ/περπατώ) στα νύχια (των ποδιών): προσπαθώντας να μην κάνω θόρυβο (για να μη με αντιληφθούν). Πβ. στις μύτες (των ποδιών)., είναι νύχι-κρέας/σαν το νύχι με το κρέας (προφ.): για πρόσωπα που έχουν πολύ στενή σχέση ή για καταστάσεις που συνδέονται άμεσα: Είναι συνέχεια μαζί, σαν το ~ ~. Πβ. κώλος και βρακί, φηλί-κλειδί.|| Οικονομική κρίση και ανεργία είναι ~ ~., με νύχια και με δόντια (μτφ.): με όλες μου τις δυνάμεις, με πάθος: Αγωνίστηκαν/αμύνθηκαν/αντιστάθηκαν/πάλεψαν ~ ~., όποιος δεν έχει νύχια να ξυστεί ... & αλίμονο σ' αυτόν που δεν έχει νύχια να ξυστεί (παροιμ.): αλίμονο σε αυτόν που δεν μπορεί να στηριχτεί στις δυνάμεις του., στα/από τα νύχια κάποιου (μτφ.): στην/από την παγίδα: Έπεσε στα ~ εκβιαστών/εμπόρων του λευκού θανάτου.|| Γλίτωσε/ξέφυγε από τα ~ του., τρώει τα νύχια του για καβγά & (σπάν.) ξύνει τα νύχια του για καβγά (παροιμ.): ψάχνει να βρει αφορμή να τσακωθεί, είναι οξύθυμος., ακονίζουν τα μαχαίρια βλ. ακονίζω, από την κορυφή ως τα νύχια βλ. κορυφή, δείχνει τα δόντια/τα νύχια (του) βλ. δόντι, θα/να μυρίσω τα δάχτυλά μου/τα νύχια μου; βλ. μυρίζω ● βλ. νυχάκι [< μεσν. νύχι(ν), γαλλ. ongle, αγγλ. nail]

οδοντοστοιχία

οδοντοστοιχία [ὀδοντοστοιχία] ο-δο-ντο-στοι-χί-α ουσ. (θηλ.) {οδοντοστοιχιών}: ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το σύνολο των δοντιών της άνω και κάτω γνάθου της στοματικής κοιλότητας: αστραφτερή/λευκή/μερική (: οδοντική πρόσθεση που αντικαθιστά αρκετά συνήθ. ελλείποντα δόντια)/ολική ~ (: ~ που αντικαθιστά όλα τα ελλείποντα δόντια)/τεχνητή ~ (: κινητή προσθετική κατασκευή αναπλήρωσης όλων των δοντιών και των παρακείμενων ιστών. ΣΥΝ. μασέλα. Βλ. οδοντικά εμφυτεύματα)/φυσική ~. Επιδιόρθωση ~ας. Βλ. γέφυρα, μασκάκι. [< γαλλ. denture]

σφίγγω

σφίγγω σφίγ-γω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {έσφι-ξα, σφί-ξει, -χτηκα, -χτεί, -γμένος, σφίγγ-οντας} 1. κρατώ, πιάνω ή αγκαλιάζω με δύναμη: ~ξε τα παιδιά στην αγκαλιά της. Μου ~ξε τον λαιμό και κόντεψε να με πνίξει. 2. τραβώ ή στρίβω κάτι, για να δεθεί ή να βιδώσει καλά αντίστοιχα: ~ τη θηλιά/τον κόμπο/τα κορδόνια. ~ξε γερά το σχοινί της βάρκας. ΑΝΤ. λύνω.|| ~ τη βίδα/τη βρύση/το παξιμάδι (ΑΝΤ. ξεβιδώνω). ΑΝΤ. λασκάρω (1), ξεσφίγγω, χαλαρώνω (2) 3. γίνομαι σφριγηλός: Με τη γυμναστική/το μασάζ έχω ~ξει. Με αυτές τις ασκήσεις ~ει το σώμα. Πβ. συ~.σφίγγει 1. γίνεται πηχτός, πυκνός, στερεός: ~ το τσιμέντο. Ανακατεύουμε τη σάλτσα, μέχρι να ~ξει. 2. (συνήθ. για ρούχα) πιέζει, στενεύει: Τον ~ η ζώνη/το παντελόνι του. Με ~ουν τα παπούτσια. 3. (μτφ.) (για δυσάρεστη ή ανεπιθύμητη κατάσταση) εντείνεται, επιτείνεται: ~ ο κλοιός (της ύφεσης). ~ουν οι έλεγχοι/τα πράγματα. ● Παθ.: σφίγγομαι 1. πιέζομαι: Το μωρό ~εται, για να ενεργηθεί.|| (μτφ.) ~εται η καρδιά μου (= ραγίζει, στενοχωριέμαι) με το κατάντημά του. 2. (μτφ.) συγκρατούμαι: ~χτηκα, για να μη μιλήσω. ● ΦΡ.: και πού να σφίξουν/να πιάσουν οι ζέστες! (ειρων.): σε περιπτώσεις που η συμπεριφορά κάποιου φαίνεται γελοία, παράλογη, αλλοπρόσαλλη: Τι ρούχα είναι αυτά που φοράει! ~ ~!, σφίγγω τη γροθιά & τις γροθιές: κλείνω την παλάμη με δύναμη: Οι αντίπαλοι έσφιξαν τις γροθιές, έτοιμοι να παλέψουν.|| (σε ένδειξη αποφασιστικότητας, διαμαρτυρίας, ενθουσιασμού) Έσφιγγε τις γροθιές του θυμωμένος., σφίγγω το ζωνάρι (μου) (προφ.): ελαττώνω τα έξοδά μου, κάνω οικονομία· κατ' επεκτ. περιορίζομαι ή ζορίζομαι: Θα σφίξουμε τα ζωνάρια μας και θα τον βγάλουμε τον μήνα. Ανεβαίνει η τιμή του πετρελαίου και σφίγγουν τα ζωνάρια., σφίγγω το στόμα/τα δόντια/τα χείλη: προσπαθώ να κρύψω έντονα αρνητικά συναισθήματα., σφίγγω το χέρι κάποιου & σφίγγουμε τα χέρια: κάνω χειραψία με κάποιον, κυρ. ως χειρονομία φιλίας ή σύναψης συμφωνίας: Μου έσφιξε θερμά το χέρι.|| Οι αντιμαχόμενες πλευρές/οι αντίπαλοι έσφιξαν τα χέρια. Πβ. δίνω τα χέρια., κάνω πέτρα την καρδιά (μου)/κάνω την καρδιά (μου) πέτρα βλ. πέτρα, σφίγγουν οι κώλοι βλ. κώλος, σφίγγουν/πλακώνουν/πιάνουν οι ζέστες/τα κρύα βλ. ζέστη, σφίγγω/τραβώ/μαζεύω τα λουριά βλ. λουρί [< αρχ. σφίγγω]

τόρμος

τόρμος τόρ-μος ουσ. (αρσ.): ΤΕΧΝΟΛ. προεξέχον τμήμα εξαρτήματος που προσαρμόζεται στην υποδοχή κάποιου άλλου: ένωση με ~ο. Βλ. γόμφος, δόντι. [< αρχ. τόρμος, γαλλ. tenon]

τρίζω

τρίζω τρί-ζω ρ. (αμτβ. κ. μτβ.) {έτριξ-ε, τρίζ-οντας, συνήθ. στο γ' πρόσ.} 1. παράγω ξηρό, οξύ και ενοχλητικό ήχο: ~ει το αυτοκίνητο/το κάθισμα/το πάτωμα/η πόρτα/η σκάλα. ~ουν τα παράθυρα/τα φρένα (πβ. στριγκλίζω). ~ξαν τα τζάμια από την ισχυρή έκρηξη.|| ~ει τα δόντια στον ύπνο της (βλ. βρυγμός). Πβ. κροταλίζει. 2. (μτφ.) κινδυνεύω να καταρρεύσω, κλονίζομαι: ~ουν τα θεμέλια της δημοκρατίας/του συστήματος. ● ΦΡ.: θα τρίζουν τα κόκαλά του (μτφ.-ειρων.): για νεκρό που η συμπεριφορά ή οι πράξεις των επιγόνων του δεν τιμούν το όνομα και το έργο του. Πβ. θα στριφογυρίζει στον τάφο του., τρίζω τα δόντια (σε κάποιον) (προφ.): μιλώ απειλητικά, εκφοβιστικά: Πρέπει να του ~ξεις ~!, η γη/το έδαφος χάνεται/φεύγει/υποχωρεί/γλιστράει/τρίζει κάτω από τα πόδια μου βλ. έδαφος, τρίζει η καρέκλα (κάποιου) βλ. καρέκλα [< 1: αρχ. τρίζω]

χαρίζω

χαρίζω χα-ρί-ζω ρ. (μτβ.) {χάρι-σα, χαρί-σει, -στηκα, -στεί, χαρίζ-οντας, -όμενος, χαρι-σμένος} 1. δίνω σε κάποιον κάτι με τη θέλησή μου, χωρίς προσδοκία ανταλλάγματος ή επιστροφής του: Του ~σε ένα βιβλίο/ρούχα και παπούτσια/χρήματα.|| ~ δώρα στις γιορτές (πβ. δωρίζω). ~σε την περιουσία του στους φτωχούς. Του ~σαν (: κέρδισε) ένα ταξίδι.|| (σε αγγελία:) ~εται γατάκι/κουταβάκι.|| Δεν του ~στηκε τίποτα στη ζωή (: δεν του δόθηκε τίποτα απλόχερα, πάλεψε για να αποκτήσει όσα απέκτησε).|| (από άνδρα σε γυναίκα, ως φλερτ:) Θα μου ~σεις τ' ονοματάκι σου; 2. (μτφ.) προσφέρω, εξασφαλίζω: (Εύχομαι) ο καινούργιος χρόνος να σου ~σει υγεία και ευτυχία!|| Σαμπουάν που ~ει όγκο στα μαλλιά. Ταινία που του ~σε το όσκαρ. ~σε τη νίκη στην ομάδα του. Του ~σαν την ελευθερία (= τον ελευθέρωσαν).|| ~ (= μοιράζω) ευχές/χαμόγελα.|| Διακόσμηση που ~ει (: προσδίδει) στιλ στο δωμάτιο.|| Του ~σε πολλά παιδιά (ενν. του άνδρα της· ΣΥΝ. του γέννησε, του έκανε). 3. (προφ.) απαλλάσσω κάποιον από οικονομική υποχρέωση ή τιμωρία: Φόροι που ~στηκαν (με ειδικές ρυθμίσεις).|| Του ~στηκε η ποινή (= του δόθηκε χάρη).|| Σου τη ~ (= σε συγχωρώ) αυτή τη φορά, αλλά πρόσεξε μην το επαναλάβεις! 4. αφιερώνω: ~ αυτό το μετάλλιο στην οικογένειά μου (: σε λόγο βραβευμένου/νικητή).|| ~σέ μου λίγο απ' τον χρόνο σου/την προσοχή σου! ● Παθ.: χαρίζομαι: φέρομαι με επιείκεια, ευμένεια σε κάποιον που έχει διαπράξει αξιόποινη πράξη (δηλ. δεν του επιβάλλω σκόπιμα την ποινή που θα έπρεπε), ώστε να διασφαλιστούν τα προσωπικά του συμφέροντα· ευνοώ κάποιον, μεροληπτώ υπέρ του: Δεν ~εται σε κανέναν. [< αρχ. χαρίζομαι, γαλλ. favoriser] ● ΦΡ.: σου χαρίζουν γάιδαρο και τον κοιτάς στα δόντια & (κάποιου) του χάριζαν (ένα) γάιδαρο και (αυτός) τον κοίταζε στα δόντια (παροιμ.): για κάποιον που, αντί να χαίρεται για κάτι που του προσφέρεται αναπάντεχα και χωρίς αντάλλαγμα, διστάζει να το δεχτεί., δεν χαρίζει κάστανα βλ. κάστανο, έδωσε/χάρισε ζωή σε ... βλ. ζωή [< μτγν. χαρίζω]

χάρος

χάρος χά-ρος ουσ. (αρσ.): (συνήθ. με κεφαλ. Χ, στη λαϊκή παράδοση) ο θάνατος προσωποποιημένος: (προφ.) Τι κάθεσαι/στέκεσαι από πάνω μου σαν τον ~ο; Βλ. δρεπάνι, θεριστής. ΣΥΝ. χάροντας (1) ● ΦΡ.: γλίτωσα/σώθηκα/μ' έσωσε απ' του χάρου τα δόντια (μτφ.-προφ.): ξέφυγα ή βοήθησα κάποιον να ξεφύγει από θανάσιμο κίνδυνο ή γενικότ. από πολύ επικίνδυνη κατάσταση: ~ ~ την τελευταία στιγμή. Ο άρρωστος γλίτωσε κυριολεκτικά ~ ~. Πβ. γλίτωσα/σώθηκα απ' το στόμα του λύκου., είδα τον χάρο με τα μάτια μου (μτφ.-προφ.): παραλίγο να σκοτωθώ, φοβήθηκα ότι θα πεθάνω: Τον χάρο με τα μάτια του είδε οδηγός ΙΧ, όταν ... Πβ. είδα τον Χριστό φαντάρο!, τα είδα όλα!, κι όποιον πάρει ο χάρος! (προφ.): για κάποιον που αδιαφορεί για τις συνέπειες των πράξεών του, που συνήθ. απειλούν τη ζωή των άλλων: Άρχισε να πυροβολεί, ~ ~! Οδηγούν μεθυσμένοι, ~ ~!|| Λέει ό,τι του κατέβει στο κεφάλι, ~ ~! Πβ. όποιον πάρει η μπάλα., παλεύει με τον θάνατο/τον Χάρο βλ. παλεύω, τον βρήκε ο χάρος/ο θάνατος βλ. βρίσκω, τον ξέχασε ο Χάρος/ο Θεός βλ. ξεχνώ [< αρχ. Χάρων, αγγλ. Charon]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.