δύστροπος , η, ο δύ-στρο-πος επίθ. 1. που δεν μπορεί να επικοινωνήσει εύκολα με άλλους ανθρώπους, δύσκολος, στρυφνός: ~ος: γείτονας/πελάτης/χαρακτήρας. ~η: συμπεριφορά. Πβ. ακοινώνητος, ανάποδος, κακότροπος, στριμμένος. Βλ. ιδιόρρυθμος, ιδιότροπος.2. ΝΟΜ. (για μισθωτή) που καθυστερεί την καταβολή του μισθώματος: ~ος: οφειλέτης. [< 1: αρχ. δύστροπος]
ιδιόρρυθμος
ιδιόρρυθμος, η, ο [ἰδιόρρυθμος] ι-δι-όρ-ρυθ-μος επίθ. 1. που παρουσιάζει ιδιαίτερα γνωρίσματα, τα οποία παρεκκλίνουν από το συνηθισμένο ή από ό,τι θεωρείται κανονικό, που ξενίζει: (για πρόσ.) ~ος: καλλιτέχνης (= εκκεντρικός). ~η: προσωπικότητα. Πβ. αλλόκοτος, ιδιό-μορφος, -τροπος, παράξενος, περίεργος, sui generis.|| ~η: αρχιτεκτονική.|| ~η: υπερωρία (: οι τρεις ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου των σαράντα ωρών εβδομαδιαίως, χωρίς να απαιτείται άδεια της αρμόδιας Αρχής).2. ΕΚΚΛΗΣ. για μοναστήρια στα οποία η Θεία Λατρεία είναι κοινή, αλλά κάθε μοναχός επιλέγει ανεξάρτητα τον τρόπο ζωής και άσκησης των πνευματικών του καθηκόντων. ΑΝΤ. κοινοβιακός [< 1: μτγν. ἰδιόρρυθμος 2: μεσν. ιδιόρρυθμος]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.