Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • δύστροπος , η, ο δύ-στρο-πος επίθ. 1. που δεν μπορεί να επικοινωνήσει εύκολα με άλλους ανθρώπους, δύσκολος, στρυφνός: ~ος: γείτονας/πελάτης/χαρακτήρας. ~η: συμπεριφορά. Πβ. ακοινώνητος, ανάποδος, κακότροπος, στριμμένος. Βλ. ιδιόρρυθμος, ιδιότροπος. 2. ΝΟΜ. (για μισθωτή) που καθυστερεί την καταβολή του μισθώματος: ~ος: οφειλέτης. [< 1: αρχ. δύστροπος]

ιδιόρρυθμος

ιδιόρρυθμος, η, ο [ἰδιόρρυθμος] ι-δι-όρ-ρυθ-μος επίθ. 1. που παρουσιάζει ιδιαίτερα γνωρίσματα, τα οποία παρεκκλίνουν από το συνηθισμένο ή από ό,τι θεωρείται κανονικό, που ξενίζει: (για πρόσ.) ~ος: καλλιτέχνης (= εκκεντρικός). ~η: προσωπικότητα. Πβ. αλλόκοτος, ιδιό-μορφος, -τροπος, παράξενος, περίεργος, sui generis.|| ~η: αρχιτεκτονική.|| ~η: υπερωρία (: οι τρεις ώρες πέραν του συμβατικού ωραρίου των σαράντα ωρών εβδομαδιαίως, χωρίς να απαιτείται άδεια της αρμόδιας Αρχής). 2. ΕΚΚΛΗΣ. για μοναστήρια στα οποία η Θεία Λατρεία είναι κοινή, αλλά κάθε μοναχός επιλέγει ανεξάρτητα τον τρόπο ζωής και άσκησης των πνευματικών του καθηκόντων. ΑΝΤ. κοινοβιακός [< 1: μτγν. ἰδιόρρυθμος 2: μεσν. ιδιόρρυθμος]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.