Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εβραϊσμός [ἑβραϊσμός] ε-βρα-ϊ-σμός ουσ. (αρσ.) 1. το σύνολο του εβραϊκού έθνους και πολιτισμού: ελληνικός/παγκόσμιος ~. Βλ. ιουδαϊσμός. 2. ΓΛΩΣΣ. {συνήθ. στον πληθ.} έκφραση χαρακτηριστική της εβραϊκής γλώσσας: ~οί στην Ελληνική (π.χ. Μεσσίας, κορβανάς). Βλ. αγγλισμός. [< μτγν. ἑβραϊσμός ‘η εβραϊκή γλώσσα’, γαλλ. hébraïsme, αγγλ. hebraism]

αγγλισμός

αγγλισμός [ἀγγλισμός] αγ-γλι-σμός ουσ. (αρσ.): ΓΛΩΣΣ. μεταφορά σε άλλη γλώσσα μιας γλωσσικής ιδιαιτερότητας της Αγγλικής και το αντίστοιχο γλωσσικό δάνειο: ~οί στην ελληνική γλώσσα (π.χ. "σόρι", αντί για "συγγνώμη"). Εισροή/μετάφραση/υιοθέτηση/χρήση ~ών. Βλ. αμερικαν-, ξεν-ισμός. [< γαλλ. anglicisme]

ιουδαϊσμός

ιουδαϊσμός [ἰoυδαϊσμός] ι-ου-δα-ϊ-σμός ουσ. (αρσ.) (κ. με κεφαλ. το αρχικό Ι) 1. ΘΡΗΣΚ. μονοθεϊστική θρησκεία των Ιουδαίων, οι αρχές της οποίας περιέχονται στα Ιερά τους Βιβλία (Ταλμούδ, Τορά) και κατ' επέκτ. ο τρόπος ζωής και οι κοινωνικές και πολιτιστικές πεποιθήσεις που αυτή συνεπάγεται. 2. (περιληπτ.) το ιουδαϊκό έθνος, ο λαός του Ισραήλ. [< μτγν. ἰoυδαϊσμός, γαλλ. judaïsme, αγγλ. judaism]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.