Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εγγυητικός , ή, ό [ἐγγυητικός] εγ-γυ-η-τι-κός επίθ. & εγγυητήριος, α, ο: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. που παρέχει εγγυήσεις ή ανήκει στον εγγυητή: ~ός: λογαριασμός. ~ή: επιταγή/πράξη. ~ό: έγγραφο (βλ. εγγυητικό)/κεφάλαιο/ταμείο. ~οί: τίτλοι.|| ~ός: ρόλος. ~ές: απαιτήσεις.~ά: δικαιώματα.|| (ως ουσ.) ~ή ύψους ... ευρώ (ενν. επιταγή). ● Ουσ.: εγγυητικό & εγγυητήριο (το): επίσημο έγγραφο που παρέχει εγγυήσεις. ● ΣΥΜΠΛ.: εγγυητική επιστολή: ΝΟΜ.-ΟΙΚΟΝ. έγγραφο που εκδίδεται από χρηματοοικονομικό οργανισμό έπειτα από αίτηση του πελάτη-εντολέα και εγγυάται την τήρηση οικονομικών ή άλλων υποχρεώσεών του προς ορισμένο δικαιούχο: τραπεζική ~ ~. [< μτγν. ἐγγυητικός]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.