Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εγχαράσσω [ἐγχαράσσω] εγ-χα-ράσ-σω ρ. (μτβ.) {εγχάρα-ξε, -ξει, -χθεί, -γμένος, συνήθ. στο γ' πρόσ.} (λόγ.) 1. χαράζω σχέδιο, παράσταση, σύμβολο με οξύ όργανο σε σκληρή επιφάνεια: Διακοσμητικά στοιχεία έχουν ~χθεί στο υλικό της φιάλης. ~γμένος: κώδικας. Πβ. σκαλίζω. 2. (μτφ.) αποτυπώνω κάτι στη συνείδηση κάποιου: Οι αναμνήσεις ~χθηκαν στο υποσυνείδητό του. [< 2: μτγν. ἐγχαράσσω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.