Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εγχείρημα [ἐγχείρημα] εγ-χεί-ρη-μα ουσ. (ουδ.) {εγχειρήμ-ατος | -ατα, -άτων} (απαιτ. λεξιλόγ.): προσπάθεια με μεγάλο βαθμό δυσκολίας, που χρειάζεται τόλμη για να υλοποιηθεί: εκδοτικό/επικίνδυνο/ερευνητικό/μεταφραστικό/παράτολμο/πρωτοποριακό/φιλόδοξο ~. Αποτυχία/επιτυχία/κόστος/στήριξη/στόχος/υλοποίηση του ~ατος. Ενθάρρυνση/χρηματοδότηση νέων ~άτων. Το όλο ~ στέφθηκε με επιτυχία. Πβ. απόπειρα, τόλμημα. [< αρχ. ἐγχείρημα ‘επιχείρηση, επίθεση’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.