Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εδράζει [ἑδράζει] ε-δρά-ζει ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {συνήθ. σε μεσοπαθ. ενεστ. κ. παρατ., (σπανιότ.) εδράστηκε, εδραστεί, εδραζ-όμενος} (λόγ.) 1. (συνήθ. μτφ.) βασίζει, στηρίζει, θεμελιώνει: Δεν ~ την ανάλυσή του σε ουτοπικές ιδέες και γνώμες. 2. (καταχρ., αντί για εδρεύει) έχει την έδρα του (για εταιρείες, οργανισμούς, ιδρύματα). ● Παθ.: εδράζεται: (+ σε) στερεώνεται, βασίζεται: Ο κώνος ~ σε οριζόντιο επίπεδο.|| (μτφ.) Η συμφωνία/η φιλοσοφία ~ σε ... (= στηρίζεται, θεμελιώνεται). [< μτγν. ἑδράζω ‘εγκαθιστώ, εγκαθιδρύω’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.