ειλεός [εἰλεός] ει-λε-ός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. το κατώτερο και μεγαλύτερο σε μήκος τμήμα του λεπτού εντέρου (βρίσκεται ανάμεσα στη νήστιδα και το παχύ έντερο): τελικός ~. Βλ. δωδεκαδάκτυλο.2. ΙΑΤΡ. πλήρης ή μερική αναστολή της προώθησης του εντερικού περιεχομένου που οφείλεται σε απόφραξη ή ελάττωση της κινητικότητας του εντέρου: αποφρακτικός/ατελής/μετεγχειρητικός/μηχανικός/παραλυτικός ~. [< 1: γαλλ. iléon, αγγλ. ileum 2: αρχ. εἰλεός]
ειλεοστομία [εἰλεοστομία] ει-λε-ο-στο-μί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. δημιουργία τεχνητού απεκκριτικού στομίου με χειρουργική επέμβαση, που ενώνει το κοιλιακό τοίχωμα με τον ειλεό. Βλ. κολο-, ουρητηρο-στομία, παρά φύση έδρα. [< αγγλ. ileostomy, γαλλ. iléostomie]
δωδεκαδάκτυλο
δωδεκαδάκτυλο δω-δε-κα-δά-κτυ-λο ουσ. (ουδ.): ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το πρώτο τμήμα του λεπτού εντέρου, που συνδέει το στομάχι με τη νήστιδα, έχει σχήμα πετάλου και περιβάλλει την κεφαλή του παγκρέατος: έλκος ~ου. Βλ. ειλεός, πυλωρός. [< μτγν. δωδεκαδάκτυλος, ἡ (ενν. ἔκφυσις), γαλλ. duodénum]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.