Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 εγγραφές  [0-2]


  • ειλεός [εἰλεός] ει-λε-ός ουσ. (αρσ.) 1. ΑΝΑΤ. το κατώτερο και μεγαλύτερο σε μήκος τμήμα του λεπτού εντέρου (βρίσκεται ανάμεσα στη νήστιδα και το παχύ έντερο): τελικός ~. Βλ. δωδεκαδάκτυλο. 2. ΙΑΤΡ. πλήρης ή μερική αναστολή της προώθησης του εντερικού περιεχομένου που οφείλεται σε απόφραξη ή ελάττωση της κινητικότητας του εντέρου: αποφρακτικός/ατελής/μετεγχειρητικός/μηχανικός/παραλυτικός ~. [< 1: γαλλ. iléon, αγγλ. ileum 2: αρχ. εἰλεός]
  • ειλεοστομία [εἰλεοστομία] ει-λε-ο-στο-μί-α ουσ. (θηλ.): ΙΑΤΡ. δημιουργία τεχνητού απεκκριτικού στομίου με χειρουργική επέμβαση, που ενώνει το κοιλιακό τοίχωμα με τον ειλεό. Βλ. κολο-, ουρητηρο-στομία, παρά φύση έδρα. [< αγγλ. ileostomy, γαλλ. iléostomie]

δωδεκαδάκτυλο

δωδεκαδάκτυλο δω-δε-κα-δά-κτυ-λο ουσ. (ουδ.): ΑΝΑΤ.-ΙΑΤΡ. το πρώτο τμήμα του λεπτού εντέρου, που συνδέει το στομάχι με τη νήστιδα, έχει σχήμα πετάλου και περιβάλλει την κεφαλή του παγκρέατος: έλκος ~ου. Βλ. ειλεός, πυλωρός. [< μτγν. δωδεκαδάκτυλος, ἡ (ενν. ἔκφυσις), γαλλ. duodénum]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.