Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 3 εγγραφές  [0-3]


  • εισιτήριο [εἰσιτήριο] ει-σι-τή-ρι-ο ουσ. (ουδ.) {-ου (λόγ.) -ίου} 1. ειδικό δελτίο με το οποίο βεβαιώνεται ότι ο κάτοχός του έχει πληρώσει το αντίτιμο εισόδου του σε χώρο ή μετακίνησής του με συγκεκριμένο μεταφορικό μέσο: μαθητικό/φοιτητικό ~. Ενιαίο/ηλεκτρονικό ~ αστικών συγκοινωνιών. ~ λεωφορείου/πλοίου/τρένου. Αξία/απόκομμα/(χρονική) διάρκεια/έκδοση/επίδειξη/επικύρωση/κράτηση ~ίου. ~α Εργατικής Εστίας/θεάματος. Έλεγχος/εξάντληση/επιστροφή/(προ)πώληση ~ίων. Βγάζω/κλείνω/προμηθεύομαι ~ (για τον αγώνα/τη συναυλία). Δεν βρήκα ~. Επικυρώστε το ~ό σας. 2. {μόνο στον εν.} (μτφ.) κάθε μέσο ή προϋπόθεση για την πραγματοποίηση ενός στόχου: Η ομάδα πήρε το ~ για τον τελικό (πβ. χαρτάκι). Οι βαθμοί του στις εξετάσεις τού έδωσαν το ~ για το Πανεπιστήμιο. 3. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. έγγραφο με το οποίο βεβαιώνεται η εισαγωγή ασθενούς σε νοσοκομείο: εντολή εκτάκτου/τακτικού ~ου. Βλ. -τήριο. ΑΝΤ. εξιτήριο ● ΣΥΜΠΛ.: εισιτήριο διαρκείας & (προφ.) διαρκείας: το οποίο παρέχει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα στον κάτοχό του τη δυνατότητα απεριορίστων εισόδων σε κάποιο χώρο (κυρ. γήπεδο για την παρακολούθηση αγώνων) ή μετακινήσεων με μεταφορικό μέσο. Πβ. κάρτα διαρκείας., μειωμένο/μισό εισιτήριο: του οποίου το αντίτιμο αντιστοιχεί μέχρι και στο μισό της αξίας του κανονικού εισιτηρίου και το οποίο δικαιούνται άτομα συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας (φοιτητές, πολύτεκνοι, άτομα με ειδικές ανάγκες, ηλικιωμένοι): ~ ~ σε θέατρο/κινηματογράφο. ~α ~α αστικών συγκοινωνιών. ● ΦΡ.: εισιτήριο μετ' επιστροφής/με επιστροφή: που επιτρέπει στον επιβάτη να μεταβεί κάπου και να επιστρέψει με το ίδιο μεταφορικό μέσο: αεροπορικό/ακτοπλοϊκό ~ ~. Πβ. αλέ-ρετούρ., κόβω εισιτήρια: (κυρ. για κινηματογραφικά έργα, παραστάσεις ή αθλητικούς αγώνες) πουλώ εισιτήρια: Η ταινία δεν έκοψε ~ (: δεν είχε εισπρακτική επιτυχία).|| Κάθεται πίσω από το γκισέ και ~ει ~., κέρδισε το εισιτήριο βλ. κερδίζω [< μτγν. εἰσιτήριον, ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. εἰσιτήριος 1: γερμ. Eintrittsgeld, Eintrittspreis, γαλλ. billet]
  • εισιτηριοδιαφυγή [εἰσιτηριοδιαφυγή] ει-σι-τη-ρι-ο-δι-α-φυ-γή ουσ. (θηλ.): ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. αποφυγή επικύρωσης εισιτηρίου ή γενικότ. πληρωμής του αντιτίμου εισόδου σε κάποιο χώρο: ~ στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς. ~ σε αρχαιολογικούς χώρους/μουσεία.
  • εισιτήριος , α, ο [εἰσιτήριος] ει-σι-τή-ρι-ος επίθ. (επίσ.): που έχει σχέση με την εισαγωγή φοιτητών, σπουδαστών σε ανώτατο ή ανώτερο εκπαιδευτικό ίδρυμα: ~ες: εξετάσεις. Βλ. -τήριος. ΣΥΝ. εισαγωγικός (2) [< αρχ. εἰσιτήριος]

κερδίζω

κερδίζω κερ-δί-ζω ρ. (μτβ. κ. αμτβ.) {κέρδ-ισα, -ίσει, -ήθηκε, -ηθεί, κερδίζ-οντας, κερδ-ισμένος} 1. αναδεικνύομαι νικητής, νικώ: ~ισε την αγωγή/τον αγώνα/τη δίκη/τις εκλογές/το ματς (= πήρε)/τον πόλεμο. Τους ~ισε όλους και με διαφορά! Με ~ισε στο σκάκι. ~ισαν (με) 2-1 την αντίπαλη ομάδα. Βλ. ξανα~.|| Θέλει πάντα να ~ει. Ο τυχερός αριθμός που ~ει είναι το ... Ποιος ~ει μέχρι τώρα (: ποιος προηγείται στο σκορ); ΑΝΤ. ηττώμαι, χάνω (5) 2. αποκτώ κάτι ωφέλιμο ή επιθυμητό, λόγω τύχης ή ικανοτήτων, κατακτώ: Ο νικητής ~ει μια ψηφιακή φωτογραφική μηχανή. Οι υπερτυχεροί που κληρώθηκαν ~ουν δώρα αξίας ... ~ισε το πρώτο βραβείο/το λαχείο/το χρυσό μετάλλιο/τον τίτλο/το φλουρί της βασιλόπιτας. Ο παίκτης ~ισε πέναλτι/φάουλ. ~ισαν γνώσεις/την ελευθερία τους/εμπειρίες. Έχει ~ίσει δόξα και χρήμα/(επάξια) μια θέση στο πάνθεον των ...|| Τι θα ~ίσω, αν σου αποκαλύψω την αλήθεια (: τι όφελος θα έχω); ~ισα πολλά από το ταξίδι (: ωφελήθηκα).|| ~ την αγάπη/την εμπιστοσύνη/το ενδιαφέρον/τον θαυμασμό/την προτίμηση/τη φιλία κάποιου. Σε ~ει με την απλότητά της/με την πρώτη ματιά (= γοητεύει). Τα βιολογικά προϊόντα ~ουν την αγορά. ~ισε το κοινό με τον λόγο του. Έχει κάνει τα πάντα, για να την ~ίσει (: ερωτικά). Ο σεβασμός ~εται, δεν επιβάλλεται. 3. βγάζω χρήματα από την εργασία μου ή με άλλο τρόπο: Πόσα ~εις από αυτή τη δουλειά; ~ει πάνω από ... ευρώ το μήνα. ~ίσαμε σημαντικά ποσά. Πβ. αποκομίζω, οικονομώ, προσπορίζομαι.κερδίζει (μτφ.-προφ.) ΑΝΤ. χάνει 1. (+ σε) υπερέχει, υπερτερεί: Το έργο του ~ (= πλεονεκτεί) σε πρωτοτυπία και πολυμορφία. 2. βελτιώνεται, αναδεικνύεται: Ωραίο τραγούδι που ~ πολύ, όταν παίζεται ζωντανά. ● ΦΡ.: βγάζω/κερδίζω τα προς το ζην/το ψωμί μου & κερδίζω τη ζωή μου: εξασφαλίζω, συνήθ. μέσω εργασίας, τα απαραίτητα, για την επιβίωσή μου, χρήματα ή υλικά αγαθά: ~ ~ ως δημοσιογράφος/καθαρίστρια. ~ει ~ με κόπο και ιδρώτα., βγαίνω/είμαι (ο) κερδισμένος (μτφ.): ωφελούμαι: Βγήκε ~ από την υπόθεση. Ήταν ο μεγάλος ~ των εκλογών.|| (απειλητ.) Όποιος του πηγαίνει κόντρα, δεν θα βγει ~., κερδίζω (τον) χαμένο χρόνο: προσπαθώ να αναπληρώσω τις ελλείψεις, τα κενά που δημιουργήθηκαν στο παρελθόν, εντατικοποιώντας τις προσπάθειές μου., κερδίζω χρονιά/τάξη (παλαιότ.): δικαιούμαι να πάω στο σχολείο λίγο νωρίτερα από το κανονικό, λόγω της ημερομηνίας γέννησής μου., κερδίζω χρόνο (μτφ.): συντομεύω τον απαιτούμενο χρόνο για την ολοκλήρωση μιας διαδικασίας ή τον παρατείνω προς όφελός μου: Πηγαίνω στη δουλειά με τη μηχανή, για να ~ίσω ~.|| Μας είπε ψέματα, προσπαθώντας να ~ίσει ~. Πβ. αγοράζω χρόνο., κέρδισε το εισιτήριο (μτφ.): κατόρθωσε να αποκτήσει πρόσβαση σε μια σημαντική δραστηριότητα: ~ ~ της συμμετοχής. ~ ~ για τον τελικό του διαγωνισμού., έκλεψε/κέρδισε τις εντυπώσεις βλ. εντύπωση, έχασε/κέρδισε το στοίχημα βλ. στοίχημα, καίω/κατακτώ/κερδίζω/κλέβω/παίρνω την καρδιά κάποιου βλ. καρδιά, κερδίζει έδαφος βλ. έδαφος, κερδίζει/παίρνει πόντους βλ. πόντος1, ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει βλ. ομάδα, όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη βλ. χαρτί, τον/την κέρδισε το τραγούδι βλ. τραγούδι [< μτγν. κερδίζω]

-τήριο

-τήριο {-τηρίου | -τηρίων} (λόγ.) επίθημα ουδέτερων ουσιαστικών που παράγονται κυρ. από ρήματα και δηλώνουν 1. χώρο (εργασίας), επιχείρηση: εκθε~/εργασ~ (πβ. -τήρι). Γυμνασ~/εκπαιδευ~/φροντισ~. Σιδερω~/στεγνω~/ωριμαντ~.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Αναχωρη~/ασκη~/ερημη~/ησυχασ~. 2. όργανο, συσκευή, μηχάνημα: αριθμη~.|| Τηλεχειρισ~.|| Ξηραντ~/πλυν~. 3. έγγραφο, έντυπο με συγκεκριμένη λειτουργία: αγγελ~/ειδοποιη~/μισθω~.|| Προσκλη~.

-τήριος

-τήριος, α/ος, ο (λόγ.): επίθημα που δηλώνει δυνατότητα, καταλληλότητα του προσδιοριζόμενου για ό,τι εκφράζει το θέμα: διαβιβασ~/δρασ~/εξιλασ~/ευχαρισ~/κατατακ~/κινη~.|| (ουσιαστικοπ.) (Η) παρακαμπ~. (Το) αισθη-τήριο/αναγγελ~/εισι~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.