Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 4 εγγραφές  [0-4]


  • εκάς [ἑκάς] ε-κάς επίρρ.: μόνο στη ● ΦΡ.: εκάς οι βέβηλοι! (αρχαιοπρ.): (μακριά οι ασεβείς!) για να δηλωθεί αγανάκτηση απέναντι σε άτομα που με τις πράξεις τους προσβάλλουν κάτι ιερό. [< αρχ. ἑκάς]
  • ΕΚΑΣ (το): Επίδομα Κοινωνικής Αλληλεγγύης Συνταξιούχων.
  • έκαστος , η, ο [ἕκαστος] έ-κα-στος αντων. {θηλ. (λογιότ.) εκάστη, -ου (λογιότ.) εκάστου} (λόγ.): (εμφανίζεται συνήθ. σε στερεότυπες εκφρ.) καθένας: ~ος: δικαιούχος/υποψήφιος. Μηνιαίο εισόδημα εκάστου συζύγου. Οι προσδοκίες ~ου από εμάς ποικίλλουν. ~ο (= κάθε) μέρος δύναται να ... ● ΦΡ.: εις έκαστος {ενός εκάστου, ένα έκαστον} (αρχαιοπρ.): καθένας ξεχωριστά: τα δικαιώματα ενός εκάστου., καθ' εκάστην (επίσ.): κάθε μέρα: Ο γιατρός/ο δικηγόρος δέχεται επισκέψεις ~ ~ από ... μέχρι ... [< αρχ. καθ’ ἑκάστην (τήν) ἡμέραν] , καθείς/έκαστος εφ' ω ετάχθη [ἕκαστος ἐφ' ᾧ ἐτάχθη] (αρχαιοπρ.): καθένας στον τομέα του: Για την επιτυχία του συνεδρίου μόχθησαν, ~ ~, πολλοί εκλεκτοί συνάδελφοι., έκαστος/καθείς/καθένας στο είδος του βλ. είδος [< αρχ. ἕκαστος]
  • εκάστοτε [ἑκάστοτε] ε-κά-στο-τε επίρρ. (λόγ.): κάθε φορά: Εφαρμόζεται ο νόμος ... όπως ~ ισχύει.|| (ως επίθ.) Ο ~ δήμαρχος/πρόεδρος. Οι ~ ανάγκες/συνθήκες. Πρότυπα που προβάλλει η ~ εποχή. [< αρχ. ἑκάστοτε]

είδος

είδος [εἶδος] εί-δος ουσ. (ουδ.) {είδ-ους | -η, -ών} 1. ΒΙΟΛ. σύνολο έμβιων όντων, τα οποία μοιάζουν αρκετά ως προς τα γενετικά, μορφολογικά και φυσιολογικά χαρακτηριστικά τους, με αποτέλεσμα να είναι δυνατή η διασταύρωσή τους: ~ δέντρου/ζώου. Αναπαραγωγή/εξαφάνιση/επιβίωση/μετεξέλιξη του ~ους. ~η βακτηρίων/θηλαστικών. Προστατευόμενα/σπάνια ~η. (κυρ. για ιδιότητες ζώων και φυτών) Διαφέρει από ~ σε ~. Άτομα του ίδιου ~ους. Βλ. οικογένεια, γένος. 2. (γενικότ.) κατηγορία έργων, πραγμάτων, στοιχείων, ενεργειών ή σπανιότ. προσώπων με κοινά χαρακτηριστικά: ~ λόγου/τέχνης. ~η αυτοκινήτων/βιβλίων/επιστημών/έρευνας. Εύρεση/κατάταξη ανά/κατά ~. Υπάρχουν δύο ~ών άνθρωποι, οι καλοί και οι κακοί. || (ΦΙΛΟΣ.) Η έννοια του ~ους κατ' αντιδιαστολή προς την ευρύτερη έννοια του γένους. 3. μορφή· ποιότητα: ~ ντυσίματος (πβ. στιλ). Το χειρότερο ~ απάτης. Τέτοιου ~ους επενδύσεις. Δεν παρέχει κανενός ~ους εγγύηση (= καμιά). (αόριστα) (Πρόκειται για) ένα ~ άρνησης/εκδίκησης/επικοινωνίας/θεραπείας. Υφίσταται ένα ~ εκβιασμού/καταπίεσης.|| Τι ~ους (= σόι) άνθρωπος είναι/εκπαίδευση προσφέρει; (μειωτ.) Δεν εμπιστεύομαι τους επαγγελματίες του ~ους σου. Πβ. ποιόν.είδη (τα): σύνολο εμπορικών κυρ. προϊόντων με ίδια χρήση: αφορολόγητα/εποχιακά/οικιακά/τουριστικά ~. ~ αναψυχής/γάμου/γραφείου/δώρων/εξοχής/επίπλωσης/ρουχισμού/ταξιδίου/υπόδησης/χορού. Κωδικός/ταξινόμηση/τιμοκατάλογος ~ών. [< μτγν. εἴδη, γαλλ. articles] ● ΣΥΜΠΛ.: το ανθρώπινο είδος/γένος: για γενικότερη αναφορά στον άνθρωπο: διαιώνιση/εξέλιξη του ~ου ~ους. Η σηµασία της φύσης για το ~ ~. Πβ. ανθρωπότητα., απειλούμενα είδη βλ. απειλούμενος, γραφικά (είδη) βλ. γραφικός, είδη μαναβικής βλ. μαναβική, είδη προικός βλ. προίκα, είδη υγιεινής βλ. υγιεινή, λευκά είδη βλ. λευκός, λογοτεχνικά γένη/είδη βλ. λογοτεχνικός, προσωπικά είδη βλ. προσωπικός ● ΦΡ.: είδος εν ανεπαρκεία [ἐν ἀνεπαρκείᾳ] (λόγ.): για κάτι που βρίσκεται σε έλλειψη: ~ ~ ο ελεύθερος χρόνος/το πράσινο στην πόλη., έκαστος/καθείς/καθένας στο είδος του (λόγ.): καθένας είναι ικανός στην ειδικότητά του, στο επάγγελμα ή στην τέχνη που ασκεί., εν είδει [ἐν εἴδει] (λόγ.): (+ γεν.) με τη μορφή, σαν: τραγούδι ~ ~ ύμνου. Δραστηριότητα ~ ~ παιχνιδιού. ΣΥΝ. δίκην, κάθε/παντός είδους & ειδών ειδών (+ ονομαστ. πληθ.): συμπεριλαμβανομένων όλων των ποικίλων στοιχείων που ανήκουν στην ίδια κατηγορία: ~ ~ άνθρωποι/εργασίες. Δεν επιτρέπεται κάθε ~ δόμηση. Ανάληψη κάθε ~ πρωτοβουλίας. Εκτυπώσεις παντός ~. ΣΥΝ. κάθε λογής & λογής λογής & λογιών λογιών, σε είδος: δίνοντας ως αντάλλαγμα πράγματα ή υπηρεσίες αντί για χρήματα: ανταλλαγή/εισφορές/παροχές ~ ~. Αμοιβή/πληρωμή ~ ~. Οικονομική ή ~ ~ συμμετοχή., στο είδος του: σε σχέση με άλλους ή άλλα στοιχεία της κατηγορίας στην οποία ανήκει: κλασικός/κορυφαίος/πρωτοπόρος ~ ~. Νέο μοντέλο αυτοκινήτου που θεωρείται ένα από τα καλύτερα ~ ~ (: στην κλάση του)., (είδος) υπό εξαφάνιση βλ. εξαφάνιση, είδη/αγαθά πρώτης ανάγκης βλ. ανάγκη, του χειρίστου είδους βλ. χείριστος [< 1,2: αρχ. εἶδος, αγγλ. species 3: γαλλ. espèce]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.