Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εκκρεμότητα [ἐκκρεμότητα] εκ-κρε-μό-τη-τα ουσ. (θηλ.) {εκκρεμοτήτ-ων}: υπόθεση, πρόβλημα που εκκρεμεί, που δεν έχει διευθετηθεί: δικαστική ~. Ποινικές/πολεοδομικές/φορολογικές ~ες. Άρση/επίλυση/κλείσιμο μιας ~ας. Τακτοποίηση οικονομικών ~ων. Σε ~ παραμένει η ... Θέματα που βρίσκονται/είναι σε ~. Αφήνω κάτι σε ~. Έχει ~ες μαζί του. Βλ. -ότητα. [< γαλλ. suspension]

-ότητα

-ότητα (λόγ.) επίθημα αφηρημένων θηλυκών ουσιαστικών που δηλώνουν 1. κατάσταση ή χαρακτηριστικό: αυστηρ~/γνησι~/προνοητικ~. Βλ. -ύτητα.|| (ΕΚΚΛΗΣ.) Oσι~/παναγι~. Αγι~/ιερ~ (ΣΥΝ. -οσύνη). 2. (περιληπτ., παράγ. από ουσ.) σύνολο ατόμων με κοινή ιδιότητα: αδελφ~/ανθρωπ~. [< αρχ. -ότης]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.