Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εκλογικός , ή, ό [ἐκλογικός] ε-κλο-γι-κός επίθ.: που σχετίζεται με τις εκλογές ή τους εκλογείς: ~ός: αγώνας/γύρος/θρίαμβος/μηχανισμός/συνδυασμός/χάρτης. ~ή: αναμέτρηση/βάση/δύναμη (: ο αριθμός, το ποσοστό των ψήφων)/εκστρατεία/επιτροπή/ήττα/καμπάνια/κοινωνιολογία/μάχη/νίκη/περίοδος/συμπεριφορά. ~ό: αποτέλεσμα/διαμέρισμα/μέτρο (: ο αριθμός ή το ποσοστό των έγκυρων ψήφων που απαιτείται για την εκλογή κάποιου). ~ές: περιφέρειες. Ασκεί το ~ό του δικαίωμα (: το δικαίωμα του εκλέγειν). Βλ. μετ~, προ~. ● ΣΥΜΠΛ.: εκλογικό κέντρο: χώρος που οργανώνεται προεκλογικά, για να δοθούν πληροφορίες στους εκλογείς για κόμμα ή υποψήφιο εκλογών., εκλογικό σύστημα: σύμφωνα με το οποίο κατανέμονται οι έδρες στα κόμματα, στους συνασπισμούς κομμάτων και στους μεμονωμένους υποψήφιους με βάση τον αριθμό των έγκυρων ψήφων που έλαβαν: αναλογικό (= αναλογική)/ενιαίο/μικτό/πλειοψηφικό ~ ~., εκλογικό σώμα: το σύνολο των πολιτών που έχουν δικαίωμα ψήφου., εκλογικός νόμος: νομοθεσία που περιγράφει και ρυθμίζει το εκλογικό σύστημα., ειδικός εκλογικός αριθμός βλ. αριθμός, εκλογικό τμήμα βλ. τμήμα, εκλογικός αντιπρόσωπος βλ. αντιπρόσωπος, εκλογικός κατάλογος βλ. κατάλογος, μείζονες εκλογικές περιφέρειες βλ. μείζων [< γαλλ. électoral]

αντιπρόσωπος

αντιπρόσωπος [ἀντιπρόσωπος] α-ντι-πρό-σω-πος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {αντιπροσώπ-ου | -ων, -ους}: πρόσωπο που με εξουσιοδότηση ενεργεί ή παρίσταται για λογαριασμό άλλου: ειδικός/εξουσιοδοτημένος/επίσημος/μόνιμος/νόμιμος ~. Οι ~οι του έθνους/του λαού (: οι βουλευτές). Οι ~οι του Θεού (: οι ιερείς). Ορίστηκε/στάλθηκε (ως) ~. ~-πωλητής. Η Βουλή των ~ων της Κυπριακής Δημοκρατίας. Πβ. απεσταλμένος, πληρεξούσιος, πράκτορας.|| (ΝΟΜ.) Άμεσος/έμμεσος ~.|| (σπανιότ.) Βασικός ~ (= εκφραστής) μιας άποψης/ομάδας. ΣΥΝ. εκπρόσωπος. Βλ. -πρόσωπος. ● ΣΥΜΠΛ.: αποκλειστικός αντιπρόσωπος: ΕΜΠΟΡ. φυσικό ή νομικό πρόσωπο που έχει το δικαίωμα της αποκλειστικής διάθεσης των προϊόντων μιας επιχείρησης σε ορισμένη περιοχή: ~ ~ και διανομέας/εισαγωγέας της εταιρείας ... [< αγγλ. exclusive representative] , δικαστικός αντιπρόσωπος: νομικός στον οποίο ανατίθεται ο έλεγχος για τη νομιμότητα της εκλογικής διαδικασίας και της έκδοσης των αποτελεσμάτων εκλογικού τμήματος., διπλωματικός αντιπρόσωπος/εκπρόσωπος: πρόσωπο επίσημα εξουσιοδοτημένο από το κράτος να το εκπροσωπεί διπλωματικά στο εξωτερικό. Πβ. διπλωμάτης, επιτετραμμένος, πρεσβευτής., εκλογικός αντιπρόσωπος: αντιπρόσωπος κόμματος ή υποψηφίου σε εκλογικό τμήμα, στον οποίο ανατίθεται η τήρηση της διαφάνειας της εκλογικής διαδικασίας και της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων., εμπορικός αντιπρόσωπος: φυσικό ή νομικό πρόσωπο που αντιπροσωπεύει μία ή περισσότερες παραγωγικές ή εμπορικές επιχειρήσεις έναντι των πελατών εμπόρων. Βλ. διανομέας. , Επιτροπή Μονίμων Αντιπροσώπων (ακρ. ΕΜΑ): όργανο που αποτελείται από πρέσβεις των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έχει ως έργο την προετοιμασία των εργασιών του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. [< γαλλ. Comité des Représentants Permanents] [< μεσν. αντιπρόσωπος, γαλλ. représentant, αγγλ. representative]

αριθμός

αριθμός [ἀριθμός] α-ριθ-μός ουσ. (αρσ.) (συντομ. αρ. & αριθμ.) 1. βασική έννοια των μαθηματικών και κατ' επέκτ. ψηφίο, γράμμα ή διάταξη ψηφίων ή/και γραμμάτων που δηλώνει πλήθος, ποσότητα ή θέση σε μια σειρά ομοειδών πραγμάτων και συνεκδ. οποιοσδήποτε ή οτιδήποτε δηλώνεται με αυτό: (ΜΑΘ.) ακέραιος/αλγεβρικός/απόλυτος/άρρητος/αρνητικός/διψήφιος/ζυγός/θετικός/καθαρός/κλασματικός/μιγαδικός/μονός/πρώτος/σύνθετος/τακτικός ~. Αραβικοί (1, 2, 3 ...)/ελληνικοί (α', β', γ'...)/λατινικοί (Ι, ΙΙ, ΙΙΙ ...) ~οί. Δύναμη/τετραγωνική ρίζα ~ού. Οι ιδιότητες των ~ών. Η μελέτη των ~ών (βλ. αριθμητική). Σύστημα ~ών (βλ. αρίθμηση). Ο ~ ένα/επτά/πενήντα. Βλ. λογάριθμος.|| (ΦΥΣ.) Κβαντικοί ~οί.|| Οδός ..., ~ 40. ~ κινητού. Απόκρυψη τηλεφωνικού ~ού. ~ κλήσης έκτακτης ανάγκης. Διεθνής ~ τυποποίησης βιβλίου (ISBN). ~ αίτησης/δημοσίευσης/δημοτολογίου/διαβατηρίου/δωματίου/καταλόγου/καταχώρησης/λογαριασμού (βλ. IBAN)/μητρώου/πιστωτικής κάρτας/ταυτότητας/τεύχους/ΦΕΚ/φύλλου. Τυχερός ~. Του έπεσε ο πρώτος ~ του λαχείου (= λαχνός).|| Κερδίζει ο ~ ... Ποιος ~ σε κάλεσε; ΣΥΝ. νούμερο (1) 2. (+ γεν.) πλήθος, σύνολο, ποσότητα (προσώπων ή πραγμάτων): εντυπωσιακός/επαρκής/ικανοποιητικός/κλειστός (= numerus clausus)/περιορισμένος/σημαντικός ~ εργαζομένων/θέσεων εργασίας. ~ εισακτέων/θυμάτων/μελών/σελίδων/τουριστών/ψήφων. Μικρός ~ ατόμων (βλ. μειοψηφία). Ο μεγάλος ~ των συμμετεχόντων ... (βλ. πλειοψηφία). Ο ακριβής/κατά προσέγγιση ~ των νεκρών και των αγνοουμένων. Ο μέσος ~ των συναλλαγών (βλ. μέσος όρος). Ο ~ των κρουσμάτων ανεβαίνει/αυξάνεται συνεχώς. Ο συνολικός ~ των εταιρειών του κλάδου ανέρχεται/φτάνει στις εκατό. Ο ~ των κατοίκων μιας χώρας (= ο πληθυσμός). Ο ~ των υπαλλήλων μιας επιχείρησης (= το δυναμικό). Ποιος ~ γευμάτων θεωρείται ιδανικός (= πόσα γεύματα); Κάποιος ~ κρατών/προσφύγων (= αρκετοί, μερικοί). Αυξάνω/μειώνω τον ~ό των δυνάμεων. Μετρώ/υπολογίζω τον ~ό των ... (= απαριθμώ). Καθορίζω τον μέγιστο ~ό των δεδομένων. 3. {συνήθ. στον πληθ.} τα χρηματικοοικονομικά ή στατιστικά στοιχεία, οι δείκτες, τα νούμερα: οι ~οί των δημοσκοπήσεων/εκλογών. Άνθρωποι και ~οί. Οι ~οί λένε ότι ... Οι ~οί δεν λένε πάντα την αλήθεια. Η καταστροφή είναι τεράστια, οι ~οί είναι αμείλικτοι (: αποδίδουν ρεαλιστικά το μέγεθός της). 4. ΓΡΑΜΜ. υποκατηγορία των κλιτών μερών του λόγου: ενικός/πληθυντικός ~. Το επίθετο συμφωνεί με το ουσιαστικό κατά/σε γένος, ~ό και πτώση. (στην αρχ. Ελληνική) Δυϊκός ~. 5. {μόνο στον πληθ., με κεφαλ. το Α} ένα από τα βιβλία της Πεντατεύχου. ● ΣΥΜΠΛ.: αντίθετοι αριθμοί: ΜΑΘ. δύο αριθμοί με άθροισμα 0: Δύο ~ ~ έχουν ίσες απόλυτες τιμές., αριθμοί/κωδικοί Ε: δηλώνουν πρόσθετες ουσίες στα τρόφιμα: π.χ. Ε100-180: χρωστικές/Ε200-297: συντηρητικές/Ε300-321: αντιοξειδωτικές/Ε322-495: ομογενοποιητές, σταθεροποιητικές, πηκτικές/Ε500-585: βοηθητικές ουσίες επεξεργασίας/Ε620-640: ενισχυτικές της γεύσης/Ε900-948: παράγοντες που βελτιώνουν την εξωτερική όψη/Ε941-948: αέρια συσκευασίας/Ε950-967: γλυκαντικές/Ε999-1518: άλλες προσθετικές. [< γερμ. E-Nummern, 1981] , αριθμός κινητήρα: διάταξη γραμμάτων και ψηφίων που αναγράφονται στον κινητήρα οχήματος., αριθμός κυκλοφορίας: ανάγλυφα γράμματα και ψηφία στην πινακίδα οχήματος που καθορίζονται από το αρμόδιο υπουργείο. [< αγγλ. (vehicle) registration number, 1903] , αριθμός πλαισίου: διάταξη γραμμάτων και ψηφίων που φέρει κάθε όχημα στο αμάξωμά του και δηλώνεται στην άδεια κυκλοφορίας του., αριθμός προτεραιότητας: αυτός που δηλώνει τη σειρά εξυπηρέτησης ενός προσώπου σε τράπεζα ή υπηρεσία και συνεκδ. το χαρτί στο οποίο αναγράφεται: Θα τηρηθεί αυστηρά ο ~ ~. Παίρνω ~ό ~. Οι πολίτες εξυπηρετούνται με ~ό ~. Βλ. λίστα αναμονής. [< αγγλ. priority number] , αριθμός των χρωμοσωμάτων: ΒΙΟΛ.- ΙΑΤΡ. συγκεκριμένο νούμερο χρωμοσωμάτων, χαρακτηριστικό για κάθε ζωικό ή φυτικό οργανισμό. [< αγγλ. chromosome number, 1910] , αύξων αριθμός (συντομ. α.α. κ. αύξ. αρ. ή αριθμ.): δείχνει σειρά σε αριθμητική κατάταξη: ~ ~ αίτησης/απόδειξης/δελτίου/εγγραφής/παραστατικού. Οι εγγραφές στο πρωτόκολλο αριθμούνται κατ' ~οντα ~ό. [< γερμ. steigende Zahl] , ειδικός εκλογικός αριθμός: διάταξη από δεκατρία ψηφία, που καθιερώθηκε για την εξασφάλιση της μίας και μοναδικής, για κάθε ψηφοφόρο, εγγραφής στους εκλογικούς καταλόγους., θεωρία (των) αριθμών: ΜΑΘ. κλάδος που έχει εμπλουτιστεί με σύγχρονες θεωρίες και μελετά τις ιδιότητες των αριθμών: αλγεβρική ~ ~. Κρυπτογραφία και ~ ~., πραγματικός αριθμός: ΜΑΘ. στοιχείο του συνόλου που περιλαμβάνει τους ακέραιους, τους δεκαδικούς, τους ρητούς και τους άρρητους αριθμούς. [< αγγλ. real number, περ. 1909] , τριψήφιος αριθμός/τριψήφιο νούμερο: για τηλέφωνα έκτακτης ανάγκης: π.χ. 100, 166 (: το ΕΚΑΒ), 199 (: η Πυροσβεστική), 112 (: ο Ευρωπαϊκός Αριθμός Έκτακτης Ανάγκης)., χρυσός αριθμός 1. & (λόγ.) χρυσούς αριθμός: ΜΑΘ. ο αριθμός 1,618 περ. (σύμβ. φ): Στις αναλογίες του Παρθενώνα έχει χρησιμοποιηθεί ο ~ ~. Βλ. χρυσή τομή. 2. (μτφ.) κερδοφόρος λαχνός: ο ~ ~ του πρωτοχρονιάτικου λαχείου., ανάλογοι αριθμοί βλ. ανάλογος, αντίστροφοι αριθμοί βλ. αντίστροφος, αριθμός οκτανίου βλ. οκτάνιο, αριθμός οξείδωσης βλ. οξείδωση, αριθμός πρωτοκόλλου βλ. πρωτόκολλο, ατομικός αριθμός βλ. ατομικός, αφηρημένοι αριθμοί βλ. αφηρημένος, δεκαδικός (αριθμός) βλ. δεκαδικός, Διεθνής Αριθμός Τραπεζικού Λογαριασμού βλ. λογαριασμός, κωδικός αριθμός βλ. κωδικός, μαγικός αριθμός βλ. μαγικός, μαζικός αριθμός βλ. μαζικός1, μικτός αριθμός βλ. μικτός, πενταψήφια νούμερα/αριθμοί κλήσεων/τηλέφωνα, βλ. πενταψήφιος, πληθικός αριθμός βλ. πληθικός, ρητός αριθμός βλ. ρητός, σειριακός αριθμός/κωδικός βλ. σειριακός, στρογγυλό νούμερο/στρογγυλός αριθμός βλ. νούμερο, τριγωνομετρικοί αριθμοί βλ. τριγωνομετρικός, υπερβατικός αριθμός βλ. υπερβατικός, φυσικός αριθμός βλ. φυσικός ● ΦΡ.: ο νόμος των μεγάλων αριθμών: ΣΤΑΤΙΣΤ. αρχή σύμφωνα με την οποία ένα ευρύτερο δείγμα είναι πιθανότερο να συγκεντρώνει τα χαρακτηριστικά του συνόλου απ' ό,τι ένα μικρότερο: ο ασθενής/ισχυρός ~ ~. Στα τυχερά παιχνίδια λειτουργεί ~ ~. Βλ. πιθανότητα. [< αγγλ. law of large numbers, 1937] , ο υπ' αριθμόν ... (λόγ.): που φέρει το νούμερο (που έπεται): Το ~ ~ ... βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών/... επιβατηγό αυτοκίνητο., ο υπ' αριθμόν ένα/δύο (λόγ.): ο πρώτος/δεύτερος σε σειρά, ομάδα, ιεράρχηση, λίστα: ~ ένα καταζητούμενος/κίνδυνος/στόχος. Το ~ ένα ζήτημα/πρόβλημα. ~ δύο στην ηγεσία. ~ ένα υποψήφιος (= ο επικρατέστερος). [< αγγλ. the number one/two] , σε αριθμό: ποσοτικά, σε πλήθος: Είναι τρίτος ~ ~ ψήφων., ων ουκ έστιν αριθμός: για πρόσωπα ή πράγματα αμέτρητα, ανυπολόγιστα, αναρίθμητα: Ήρθαν συγγενείς, φίλοι, γνωστοί και άλλοι ~ ~. Και άλλα πολλά κακώς κείμενα, ~ ~, επεσήμανε στο άρθρο του. [< 1-3: αρχ. ἀριθμός, αγγλ. number, γαλλ. nombre, chiffre, numéro 4: μτγν. ἀριθμός]

κατάλογος

κατάλογος κα-τά-λο-γος ουσ. (αρσ.) {-ου (λόγ.) -όγου} 1. παράθεση στοιχείων με κάποιο κοινό χαρακτηριστικό, που γίνεται κατά συστηματικό τρόπο σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή: αλφαβητικός (πβ. ίντεξ)/δημόσιος/διαδικτυακός/δίγλωσσος/διεθνής/εκτενής/επαγγελματικός/επίσημος/επιχειρηματικός/ονομαστικός/συλλογικός/συνοδευτικός/χρονολογικός/ψηφιακός ~. Αναλυτικοί/βαθμολογικοί (πβ. βαθμολόγιο)/διαφημιστικοί ~οι. ~ βιβλίων/δημοσιεύσεων/διευθύνσεων/εκδηλώσεων/εκδόσεων/εκθέσεων/ελέγχου/έργων/καταστημάτων/μαθημάτων/φαρμάκων/φωτογραφιών. ~ (με τα ονόματα των) ενδιαφερομένων/επιλαχόντων/μελών/υποψηφίων. Δημοσίευση/ενημέρωση/κατάρτιση ~όγου. Πβ. κατάσταση, λίστα, πίνακας. Βλ. ευρετήριο, -λόγιο.|| ~ κρασιών/ποτών/φαγητών. Πβ. εδεσματολόγιο, μενού, τιμο~.|| (μτφ.) Μακραίνει διαρκώς ο ~ (= αριθμός) των θυμάτων. Βλ. -λογος. 2. ΠΛΗΡΟΦ. ιεραρχικά δομημένο σύνολο στοιχείων, συνήθ. αρχείων, με πληροφορίες σχετικά με το περιεχόμενό τους. Βλ. υπο~. ● Υποκ.: καταλογάκι (το): στη σημ. 1. ● ΣΥΜΠΛ.: εκλογικός κατάλογος: λίστα με τα ονόματα των εκλογέων μιας περιφέρειας., κατάλογος βιβλιοθήκης: ΠΛΗΡΟΦ. βάση δεδομένων με βιβλιογραφικές εγγραφές που αφορούν ολόκληρο το υλικό μιας βιβλιοθήκης: αυτοματοποιημένος/θεματικός ~ ~., τηλεφωνικός κατάλογος: που περιέχει τα στοιχεία (όνομα, επάγγελμα, διεύθυνση) και το τηλέφωνο των συνδρομητών. Βλ. Χρυσός Οδηγός., βραχεία λίστα βλ. λίστα, πληροφορίες (τηλεφωνικού) καταλόγου βλ. πληροφορία ● ΦΡ.: φωνάζω τον κατάλογο (προφ.): εκφωνώ τα ονόματα ενός καταλόγου. Βλ. παίρνω παρουσίες. [< 1: αρχ. κατάλογος, γαλλ.-αγγλ. catalogue 2: αγγλ. catalog]

μείζων

μείζων, ων, ον μεί-ζων επίθ. {συγκρ. του επίθ. μέγας· μείζ-ονος, -ονα | -ονες (ουδ. -ονα), -όνων} & θηλ. μείζονα (λόγ.) ΑΝΤ. ελάσσων 1. μεγάλος ή μεγαλύτερος ως προς την έκταση, το μέγεθος: περιήγηση στη ~ονα (= ευρύτερη) περιοχή της συμπρωτεύουσας.|| (ΠΟΛΙΤ.) Η ~ων/~ονα αντιπολίτευση (: η ισχυρότερη παράταξή της).|| (ΑΝΑΤ.) ~ γλουτιαίος (μυς). 2. (μτφ.) πάρα πολύ σημαντικός, σοβαρός: ~ων: κίνδυνος/παράγοντας/στόχος (πβ. κύριος, πρωταρχικός, πρωτεύων). ~ων: απειλή/απόφαση/μεταρρύθμιση. ~ονες: αλλαγές. ~ονα: ζητήματα/θέματα (πβ. καυτά, κρίσιμα, φλέγοντα). Προβλήματα ~ονος σημασίας.|| (ΨΥΧΟΛ.) ~ κατάθλιψη (: βαριάς μορφής).|| (για πρόσ.) Οι ~ονες (= σπουδαιότεροι) εκπρόσωποι της γενιάς του '30. ΑΝΤ. ασήμαντος, δευτερεύων (1) 3. ΜΟΥΣ. χαρακτηρισμός ανιούσας διαδοχής φθόγγων, κατά την οποία σχηματίζονται στη σειρά δύο φορές τόνοι, μία φορά ημιτόνιο, τρεις φορές τόνοι και μία φορά ημιτόνιο: σονάτα σε λα ~ονα (ενν. κλίμακα). Βλ. ματζόρε. ● ΣΥΜΠΛ.: μείζονες εκλογικές περιφέρειες: ΠΟΛΙΤ. στις οποίες χωρίζεται η ελληνική επικράτεια (δεκατρείς συνολικά) και στις οποίες συγκεντρώνονται οι αδιάθετες, από την πρώτη κατανομή, έδρες., μείζων πρόταση 1. ΦΙΛΟΣ. (στη λογική) η πρώτη από τις δύο προκείμενες ενός απλού συλλογισμού. Βλ. ελάσσων πρόταση. 2. ΝΟΜ. εφαρμοστέος κανόνας δικαίου. ● ΦΡ.: κατά κύριο/πρώτο/μείζονα λόγο βλ. κύριος [< 1,2: αρχ. μείζων 3: ιταλ. maggiore]

τμήμα

τμήμα [τμῆμα] τμή-μα ουσ. (ουδ.) {τμήμ-ατος | -ατα, -άτων} 1. μέρος συνόλου, κομμάτι: αρχικό/μεταλλικό/ξύλινο/οδικό/πλαστικό/τελευταίο ~. ~ δρόμου/κειμένου/κτιρίου/οικοπέδου/ομάδας/πόλης/στρατού (πβ. απόσπασμα)/χάρτη. ~ από τη ζωφόρο του ναού/τα τείχη/το ψηφιδωτό. Ζωτικό ~ της χώρας. Το ανατολικό ~ του νομού. Αφαίρεσε/έκοψε ένα ~ του φλοιού. Κατά ~ατα (= τμηματικά, κομμάτι κομμάτι). Πβ. τεμάχιο.|| (ΜΑΘ.) ~ έλλειψης/ευθείας από το Α έως το Β/κύκλου (: μέρος της επιφάνειάς του που ορίζεται από τόξο της περιφέρειάς του και της αντίστοιχης χορδής)/σφαίρας (: μεταξύ δύο παράλληλων επιπέδων που τέμνουν τη σφαίρα). 2. (κ. με κεφαλ. το αρχικό Τ) υποδιαίρεση υπηρεσίας, επιχείρησης, νοσηλευτικού ή εκπαιδευτικού ιδρύματος και συνεκδ. ο χώρος όπου αυτή/αυτό στεγάζεται: αυτόνομο/γενικό/εμπορικό/οικονομικό/τεχνικό ~. ~ γυναικείων ειδών/διανομής/διαχείρισης (ανθρώπινου δυναμικού)/διεθνών σχέσεων/εισαγωγών/εκπαιδευτικών θεμάτων/ελέγχου/ερευνών/μάρκετινγκ/μελετών/μητρώου/συσκευασίας. Διευθύνει το ~ πωλήσεων. Εργαζόμαστε στο ίδιο ~.|| Καρδιολογικό/παθολογικό ~ νοσοκομείου.|| ~ Μαθηματικών/Νομικής. Ιατρικό ~ Πανεπιστημίου. Τα ~ατα της Φιλοσοφικής Σχολής. Εγγραφές/εισαγωγή στο ~. Ανακοινώσεις/απόφοιτοι/γενική συνέλευση/γραμματεία/δομή/έδρες/εκπαιδευτικό προσωπικό/εργαστήρια/ιστοσελίδα/κτίριο/λειτουργία/μέλη ΔΕΠ/μεταπτυχιακό πρόγραμμα/οργάνωση/πρόεδρος/πτυχιούχοι ενός ~ατος. Ιδρύονται/λειτουργούν νέα ~ατα.|| ~ αρχαρίων/προχωρημένων. Εντατικά/καλοκαιρινά/ολιγομελή/παιδικά/χειμερινά ~ατα Γαλλικών/Γερμανικών. ~ατα χορού. Η Γ' Λυκείου έχει δύο ~ατα. Βλ. κλάδος, τομέας. ● ΣΥΜΠΛ.: αστυνομικό τμήμα & (προφ.) Τμήμα (ακρ. ΑΤ): υπηρεσία της Αστυνομίας με δικαιοδοσία σε συγκεκριμένη περιοχή και συνεκδ. τα γραφεία στέγασής της: Υπηρετεί στο Α' ~ ~.|| Δήλωση του συμβάντος/προσαγωγή/προσκόμιση δικαιολογητικών στο ~ ~. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στο ~ ~. Με κάλεσαν στο ~ ~ για κατάθεση., εκλογικό τμήμα: κατανομή εκλογέων ανά περιοχή και συνεκδ. ο χώρος όπου οι πολίτες της περιοχής ασκούν τα εκλογικά τους δικαιώματα: αμιγές/μεικτό ~ ~. ~ ~ ετεροδημοτών. Ανήκω/ψηφίζω στο ~ ~ ..., ευθύγραμμο τμήμα βλ. ευθύγραμμος, πολυδύναμο αστυνομικό τμήμα βλ. πολυδύναμος, τμήμα μεταγωγών βλ. μεταγωγή [< 1: αρχ. τμῆμα, πβ. γαλλ. section, γερμ. Abteilung]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.