Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εκμετρώ [ἐκμετρῶ] εκ-με-τρώ ρ. (μτβ.) {εκμετρ-ά ... | εξεμέτρ-ησε} (λόγ.): στη ● ΦΡ.: εξεμέτρησε το ζην & (σπάν.) τον βίον (λόγ.): πέθανε: ~ ~ πλήρης ημερών.|| (μτφ.) Πολιτικό και θεσμικό οικοδόμημα το οποίο ~ ~ (: είναι πλέον παρωχημένο). [< αρχ. ἐκμετρῶ ‘μετρώ’]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.