Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εκμοντερνίζω [ἐκμοντερνίζω] εκ-μο-ντερ-νί-ζω ρ. (μτβ.) {εκμοντέρνι-σε, εκμοντερνί-στηκε (λόγ.) -σθηκε, -σμένος}: κάνω κάτι μοντέρνο, το προσαρμόζω στα σύγχρονα δεδομένα: Η χώρα ~ει τις υποδομές της. ~στηκαν, ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής. Πβ. εκσυγχρονίζω. [< γαλλ. moderniser]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.