δικαιοδοσίαδι-και-ο-δο-σί-α ουσ. (θηλ.): ΝΟΜ. εξουσία που παραχωρείται νόμιμα σε προκαθορισμένα πλαίσια· κατ' επέκτ. το σύνολο των καθηκόντων και δικαιωμάτων που αυτή συνεπάγεται: αναγνωρισμένη/απεριόριστη/διοικητική/ειδική/έκτακτη/θρησκευτική/πολιτική ~. Βαθμίδα/όρια/περιοχή ~ας (: ευθύνης). Εκτός/εντός της ~ας του ... Έξω από τη ~ του ... Aσκεί ~. Κάτι υπάγεται σε άλλη ~ (βλ. εξουσιοδότηση). Υπό την άμεση ~ του Οικουμενικού Πατριαρχείου τελούν ...|| (ειδικότ., για απόδοση δικαιοσύνης:) Αμφισβητούμενη/αναθεωρητική/αποκλειστική/αστική/διεθνής/εθνική/πειθαρχική/ποινική ~. Η ~ του δικαστηρίου (πβ. δωσιδικία)/ενός κράτους. (Πρώτος/δεύτερος) βαθμός/σύγκρουση ~ας.|| Οι ~ες του προέδρου/του συμβουλίου/της υπηρεσίας. Δεν ανήκει στη σφαίρα της ~ας μου. Έχω ~ (για κάτι/για να κάνω κάτι). Είναι/εμπίπτει/περιέρχεται/περνά στη ~ της Βουλής/του Υπουργείου ... Διευρύνει/επεκτείνει τις ~ες του. Πβ. αρμοδιότητες. Βλ. -δοσία. ● ΣΥΜΠΛ.: εκούσια δικαιοδοσία: εξουσία πολιτικού δικαστηρίου να διατάξει ρυθμιστικά μέτρα, χωρίς να στηριχθεί σε ιδιωτικά δικαιώματα ή έννομες σχέσεις: Υποθέσεις ~ας ~ας που υπάγονται στο μονομελές πρωτοδικείο., σύγκρουση αρμοδιοτήτων/δικαιοδοσίας βλ. σύγκρουση [< μτγν. δικαιοδοσία ‘απονομή δικαιοσύνης’, γαλλ. juridiction]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.