εκπρόσωπος [ἐκπρόσωπος] εκ-πρό-σω-πος ουσ. (αρσ. + θηλ.) {-ου (συνήθ. λόγ.) -ώπου} ΣΥΝ. αντιπρόσωπος 1. πρόσωπο που εκπροσωπεί κάποιον: αιρετός/εκλεγμένος/εξουσιοδοτημένος/επίσημος/νόμιμος ~ (ενός οργάνου/φορέα). Ο κοινοβουλευτικός ~ ενός κόμματος. Οι ~οι των διαδίκων/δύο πλευρών (: δικηγόροι). ~οι του ΟΗΕ (: επιτετραμμένοι). Ανάδειξη/εκλογή/επίσκεψη/συμμετοχή ~ώπων. Διασκέψεις με ~ώπους των κρατών-μελών. Πβ. πληρεξούσιος. Βλ. -πρόσωπος.2. (μτφ.) εκφραστής κινήματος, ρεύματος, ιδεολογίας: ~οι της γενιάς του '30/του ρομαντισμού. ~οι των γραμμάτων και των τεχνών. Βλ. πρεσβευτής. ● ΣΥΜΠΛ.: εκπρόσωπος Τύπου: υπεύθυνος για την ενημέρωση των δημοσιογράφων: ο ~ ~ της Αστυνομίας/του κόμματος. Ανακοίνωση/συνέντευξη του ~ώπου ~ου., κυβερνητικός εκπρόσωπος: ο εκπρόσωπος Τύπου της κυβέρνησης. [< γαλλ. porte-parole du gouvernement] [< μεσν. εκπρόσωπος, γαλλ. représentant, délégué]
πρεσβευτής
πρεσβευτής πρε-σβευ-τής ουσ. (αρσ. + θηλ.) {κλητ. πρεσβευτά} 1. πρέσβης. 2. (μτφ.) εκπρόσωπος μιας χώρας στο εξωτερικό, κυρ. σε τομείς όπως ο αθλητισμός, η επιστήμη, ο πολιτισμός, το εμπόριο: άξιοι ~ές του ελληνισμού. Οι καλύτεροι ~ές. ● ΣΥΜΠΛ.: πρέσβης/πρέσβειρα καλής θελήσεως βλ. πρέσβης [< αρχ. πρεσβευτής, γαλλ. ambassadeur]
-πρόσωπος
-πρόσωπος, η, ο β' συνθετικό επιθέτων και σπανιότ. ουσιαστικών για δήλωση 1. ορισμένων χαρακτηριστικών του προσώπου: μακρο~ (βλ. μακρυ-μούρης)/στρογγυλο~.|| (μτφ.) Δι~.|| (προφ.) Μ' έβγαλε ασπροπρόσωπo.2. συγκεκριμένου συνόλου μελών: ολιγο~/πολυ~. Πβ. -άνθρωπος, -μελής.3. (ουσ.) εξουσιοδοτημένου ατόμου: αντι~/εκ~.4. ΓΡΑΦΕΙΟΚΡ. ενέργειας για λογαριασμό κάποιου: αυτοπρόσωπη δήλωση.5. ΓΛΩΣΣ. συνήθ. ειδικής κατηγορίας ρημάτων με ελλειπτικό σχηματισμό ή χωρίς λεξικό υποκείμενο και των αντίστοιχων δομών: α-πρόσωπη/τριτο~ σύνταξη.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.