Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εκσυγχρονιστής [ἐκσυγχρονιστής] εκ-συγ-χρο-νι-στής ουσ. (αρσ.) , εκσυγχρονίστρια (η): πρόσωπο που εκσυγχρόνισε κάτι: ριζοσπαστικοί/τολμηροί ~ές.|| (ως επίθ.) ~ πολιτικός. Βλ. μεταρρυθμιστής. [< γαλλ. modernisateur, περ. 1950]

μεταρρυθμιστής

μεταρρυθμιστήςμε-ταρ-ρυθ-μι-στής ουσ. (αρσ.) {θηλ. μεταρρυθμίστρια} 1. πρόσωπο που πραγματοποιεί μεταρρυθμίσεις σε κάποιον θεσμό, ίδρυμα, σύστημα ή χώρο: κοινωνικός/πολιτικός/φιλελεύθερος ~. Μεγάλος ~ του θεάτρου/του κόμματος.|| (ως επίθ.) ~ές: βουλευτές/ηγέτες/πρόεδροι. Πβ. αναδιοργανωτής, ανακαινιστής, αναμορφωτής, ανανεωτής. Βλ. εκσυγχρονιστής. 2. ΘΡΗΣΚ. ιδρυτής Μεταρρυθμισμένης Εκκλησίας ή οπαδός της Μεταρρύθμισης: θρησκευτικοί ~ές. [< γαλλ. réformateur]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.