Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • εκτραχύνω [ἐκτραχύνω] εκ-τρα-χύ-νω ρ. (μτβ.) {εκτράχυν-ε, εκτραχύν-θηκε, συνήθ. μεσοπαθ.} ΣΥΝ. τραχύνω 1. (μτφ.) επιδεινώνω, χειροτερεύω: Τα πράγματα έχουν ~θεί.|| (σπανιότ.) Με τη στάση του ~ει την κρίση. Πβ. (παρ)οξύνω. ΑΝΤ. αμβλύνω (1), εξομαλύνω (1) 2. (σπάν.) κάνω κάτι τραχύ: Επιφάνεια που έχει ~θεί. [< μτγν. ἐκτραχύνω]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.