Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ελέφαντας [ἐλέφαντας] ε-λέ-φα-ντας ουσ. (αρσ.) {θηλ. (προφ.) ελεφαντίνα} & (λόγ.) ελέφας 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο φυτοφάγο θηλαστικό, που ζει σε κοπάδια (οικογ. Elephantidae), με προβοσκίδα, χαυλιόδοντες, παχύ δέρμα, μεγάλα και πλατιά αυτιά: αρσενικός/ασιατικός/αφρικανικός/θηλυκός/ινδικός/λευκός ~. Άγριοι/εξημερωμένοι ~ες. Αγέλη ~ων. Απολιθωμένα οστά νάνων ~ων. Βλ. μαμούθ, παχύδερμος, προβοσκιδωτά. 2. (μτφ.-μειωτ.) πολύ παχύς άνθρωπος, υπέρβαρος. Πβ. ιπποπόταμος. 3. (σπάν.) ελεφαντόδοντο, φίλντισι: έργα από ~α και χρυσό.ελέφαντες (οι): φασόλια γίγαντες. ● Υποκ.: ελεφαντάκι (το): στις σημ. 1,2. ● ΣΥΜΠΛ.: θαλάσσιος ελέφαντας: ΖΩΟΛ. είδος μεγαλόσωμης φώκιας (επιστ. ονομασ. Mirounga leonina)., νεκροταφείο ελεφάντων 1. το μέρος στο οποίο θεωρείται ότι πηγαίνουν οι ελέφαντες, όταν καταλάβουν ότι θα πεθάνουν. 2. (μτφ.) τόπος εκτοπισμού ή χώρος περιθωριοποίησης. Βλ. σκοτώνουν τα άλογα, όταν γεράσουν. [< γαλλ. le cimetière des éléphants] ● ΦΡ.: (έχει) μνήμη ελέφαντα: ισχυρή μνήμη. Βλ. καμήλα. ΑΝΤ. (έχει) μνήμη χρυσόψαρου [< γαλλ. (avoir) une mémoire d΄ éléphant] , άντε να αποδείξεις ότι/πως δεν είσαι ελέφαντας (χιουμορ.): για να δηλωθεί ότι κάτι ολοφάνερο ή αυτονόητο, δεν γίνεται αμέσως αντιληπτό ή κατανοητό. [< αρχ. ἐλέφας, γαλλ. éléphant, αγγλ. elephant]

καμήλα

καμήλα κα-μή-λα ουσ. (θηλ.) & (λαϊκό) γκαμήλα 1. ΖΩΟΛ. μεγαλόσωμο φυτοφάγο μηρυκαστικό της ερήμου και των άνυδρων στεπών (γένος Camelus), με ψηλά πόδια, μακρύ και καμπυλωτό λαιμό, κρεμαστά χείλη, πυκνό κιτρινο-κόκκινο, καφέ ή σχεδόν μαύρο τρίχωμα και ένα ή δύο λιπώδη εξογκώματα (ύβους) στη ράχη: γάλα ~ας. Η καμπούρα της ~ας. Ύφασμα από τρίχα ~ας (πβ. καμηλό). Βόλτα/σαφάρι με ~ες. Καραβάνι από ~ες. Βλ. βακτριανή, δρομάδα.|| Έχει μνήμη ~ας (= ελέφαντα). ΣΥΝ. κάμηλος 2. (μτφ.-μειωτ.) ψηλή και άχαρη γυναίκα. ● ΦΡ.: ο δρόμος της καμήλας (μτφ.): μέση οδός, συμβιβαστική λύση. [< μεσν. καμήλα, αγγλ. camel, γερμ. kamel, γαλλ. chameau]

μαμούθ

μαμούθ μα-μούθ ουσ. (ουδ.) {άκλ.} 1. ΠΑΛΑΙΟΝΤ. εξαφανισμένο προϊστορικό θηλαστικό (επιστ. ονομασ. Elephas primigenius), συγγενές του ελέφαντα, δασύτριχο, με πολύ μεγάλους κυρτούς χαυλιόδοντες, που έζησε κατά το Πλειστόκαινο σε ψυχρές περιοχές του Β. Ημισφαιρίου. Βλ. μαστόδοντα. 2. (ως επίθ., μτφ.) χαρακτηρισμός για οτιδήποτε είναι υπερβολικά μεγάλο: (ως παραθετικό σύνθ.) διαδήλωση/κτίριο/ξενοδοχείο-~. Αποζημίωση/επενδυτικό πρόγραμμα/πρόστιμο/χρέη-~. Πβ. μεγαθήριο, κολοσσός. [< γαλλ. mammouth]

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.