Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


  • ελατόμελο ε-λα-τό-με-λο ουσ. (ουδ.): ΤΕΧΝΟΛ. ΤΡΟΦ. μέλι που παράγεται από το μελίτωμα ελάτου. Βλ. -μελο.

-μελο

-μελο β΄ συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνει 1. το μέλι που προέρχεται από αυτό που σημαίνει το α΄συνθετικό: ανθό~/βαμβακό~/δασό~/ελατό~/θυμαρό~/καστανό~/πευκό~/ρεικό~/χαρουπό~.|| ρακο~. 2. τη μελωδία: αυτό~/ιδιό~.

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.