ελεγκτής [ἐλεγκτής] ε-λε-γκτής ουσ. (αρσ.) {σπάν. θηλ. ελέγκτρια} 1. υπάλληλος που έχει αρμοδιότητα να ελέγχει την εκτέλεση εργασίας ή υποχρέωσης, την ποιότητα υπηρεσίας, την κατάσταση προϊόντων: δημοσιονομικός/εγκεκριμένος/εξωτερικός/εσωτερικός/νόμιμος/οικονομικός ~. ~ εισιτηρίων. Ορκωτοί ~ές-λογιστές. Φορολογικοί ~ές (= φοροελεγκτές). ~ές ανωνύμων εταιρειών/του Δημοσίου. Έκθεση ~ών. Λογιστικός έλεγχος από ανεξάρτητο ~ή. Σώμα Επιθεωρητών-~ών Δημόσιας Διοίκησης.|| (ως επίθ.) ~ής: γιατρός/οδοντίατρος.2. ΤΕΧΝΟΛ. {μόνο στο αρσ.} πρόγραμμα ή συσκευή που ρυθμίζει τη λειτουργία μηχανήματος, συστήματος, προγράμματος: ασύρματος ~. Βιομηχανικοί/ψηφιακοί ~ές. ~ έθερνετ/μνήμης (υπολογιστή)/μπαταριών/ορθογραφίας/παιχνιδιών/στάθμης (υγρών)/συνδέσεων. Προγραμματιζόμενοι λογικοί ~ές (PLC). Βλ. μικρο~.|| (ειδικότ.) ~ χαρτονομισμάτων (: ελέγχει τη γνησιότητά τους). ● ΣΥΜΠΛ.: ελεγκτής εναέριας κυκλοφορίας: υπάλληλος της Υπηρεσίας Πολιτικής Αεροπορίας, αρμόδιος για τον έλεγχο της κυκλοφορίας των αεροσκαφών, ιδ. κατά την κίνησή τους προς και από το αεροδρόμιο. ΣΥΝ. αεροελεγκτής [αγγλ. air traffic controller, 1922][< μεσν. ελεγκτής, 1: γαλλ. contrôleur 2: αγγλ. controller]
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.