ελικοειδής , ής, ές [ἑλικοειδής] ε-λι-κο-ει-δής επίθ. (λόγ.): που έχει σπειροειδές σχήμα ή την κίνηση έλικα: ~ής: σωλήνας. ~ής: αξονική τομογραφία/γραμμή/σκάλα. ~ές: γρανάζι/μονοπάτι/τρυπάνι. ~ή: ελατήρια. Πβ. ελικωτός. Βλ. -ειδής. ● επίρρ.: ελικοειδώς [-ῶς] [< μτγν. ἑλικοειδής, γαλλ. hélicoïdal, αγγλ. helical]
-ειδής
-ειδής, ής, ές {-ειδούς | -ειδείς (ουδ. -ειδή)} (επιστ. ή λόγ.): καταληκτικό επίθημα για τον σχηματισμό επιθέτων∙ δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει τα χαρακτηριστικά της κατηγορίας που ορίζεται από το θέμα: (κυρ. επιστ.) αδενο~/απλο~/διπλο~/αστερο~/κυματο~. (ειδικότ. ουσιαστικοπ. για ζώα ή φυτά που ανήκουν στην ίδια τάξη:) Αιλουρο~ή/πιθηκ~ή/φοινικο~ή.|| (μειωτ., για πρόσ. ή συμπεριφορά:) Ανθρωπο~. Χονδρο~. Βλ. -μορφος.
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ
Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα 210 3664700 Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.