Αναζήτηση

Χρηστικό λεξικό

  • Επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 1 εγγραφές  [0-1]


λιποβαρής

λιποβαρής, ής, ές λι-πο-βα-ρής επίθ. {λιποβαρ-ούς | -είς (ουδ. -ή)} & ελλιποβαρής (λόγ.) & (σπάν.) λιπόβαρος, η, ο: του οποίου το σωματικό βάρος είναι μικρότερο του φυσιολογικού: πρόωρα ή ~ή βρέφη. ΣΥΝ. ολιγοβαρής ΑΝΤ. υπέρβαρος

ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΑΘΗΝΩΝ

  Πανεπιστημίου 28, 106 79, Αθήνα
  210 3664700
  Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Αθήνα 2023.
Τρίστηλο με έγχρωμα λήμματα, σε χαρτί βίβλου των 60γρ. διαστάσεων 21 x 29,50 εκατοστά.